-
1 kşar
(P. pr. kşárati—/;fut. ksarişyáti; pf. cakşára; aor. ákşārīt; pp. kşarita) 1) сочиться, течь 2) расплываться 3) изобиловать
См. также в других словарях:
φθείρω — ΝΜΑ, και φθαίρω ΜΑ, και αιολ. τ. φθέρρω, και αρκαδ. τ. φθήρω, Α καταστρέφω 2. κάνω κάτι να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή χρήση (α. «αν φοράς συνεχώς το ίδιο παντελόνι, θα τό φθείρεις στο τέλος» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῡτον ἀργυρωνή τους θ ὑφάς»,… … Dictionary of Greek