-
1 автокомпенсатор
эл. το αυτορρυθμιζόμενο ποτενσιόμετρο (η γέφυρα αντιστάθμισης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автокомпенсатор
-
2 акварель
-
3 автопробег
автопробегм ἡ αὐτοκινητοδρομία. -
4 аккредитив
[ακκριντιτίβ] ουσ. α. ταξιδιωτικό τσεκ -
5 аккредитив
[ακκριντιτίβ] ουσ α ταξιδιωτικό τσεκ -
6 авиаподкормка
-и θ.αεροπορική λίπανση εδάφους. -
7 ар
(мера земельной площади в метрической системе, равная 100 кв.м.) το αρ (μονάδα μέτρησης της επιφάνειας ίση με 100 τ.μ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ар
-
8 недовесить
недовеситьсов, недовешивать несов τρώγω στό ζύγι, ζυγιάζω ξίκικα:недовесить 100 граммов τρώγω στό ζύγι 100 ΤΡαμμάρια. -
9 перевести
-веду, -ведшь, παρλθ. χρ. перевл-вела, -вело, μτχ. παρλθ. χρ. пере-вдший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,επιρ. μτχ. переведши κ. переведя,ρ.σ.μ.1. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω• μεταφέρω•перевести стрелку часов μετακινώ το δείχτη του ρολογιού•
перевести больного в другую палату μεταφέρω τον ασθενή σε άλλο θάλαμο.
|| οδηγώ, περνώ•перевести слепого через улицу περνώ τον τυφλό από το δρόμο.
2. (για υπάλληλους)• μεταθέτω. || προβιβάζω, προάγω.3. (για βλέμμα, μάτια)• περιφέρω, στρέφω, γυρίζω. || κατευθύνω γυρίζω•перевести разговор на другое γυρίζω την κουβέντα αλλού.
4. μεταβιβάζω•перевести имение на имя своей жены μεταβιβάζω, το κτήμα στο όνομα της συζύγου μου.
5. στέλλω, αποστέλλω•перевести деньги родителям αποστέλλω χρήματα στους γονείς• перевести 100 рублей по телеграфу στέλλω 100 ρούβλια τηλεγραφικώς.
6. μεταφράζω•перевести книгу с русского языка на греческий μεταφράζω βιβλίο από τα ρωσικά στα ελληνικά.
|| (για χρημ. αξία)• μετατρέπω μεταφέρω• перевести 1000 рублей на греческие драхмы μετατρέπω 1000 ρούβλια σε ελληνικές δραχμές.7. αποτυπώνω, ξεσηκώνω, βγάζω•перевести рисунок αποτυπώνω σχέδιο.
8. καταστρέφω, εξοντώνω, εξολοθρεύω, ξεκάνω, αφανίζω•перевести крыс εξολοθρεύω τους αρουραίους.
|| σπαταλώ σκορπίζω.εκφρ.перевести дух (дыхание); – α)ανασαίνω βαθιά; β) ανασαίνω πρόσκαιρα (μτφ.).1. μεταθέτομαι, μετατίθεμαι•перевести в провинцию μεταθέτομαι στην επαρχία.
2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι. || σπαταλώμαι.3. αποτυπώνομαι. -
10 пикетаж
(ж-д.) η σήμανση ανά 100 μέτρα της σιδηροδρομικής γραμμής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пикетаж
-
11 санти
(десятичная дольная приставка для единиц измерения, 1/100 единицы) το εκατοστόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > санти
-
12 центнер
ο στατήρας. длинный - μακρύς - (βρετανικός, που ισούται με 50,8023 κιλά)короткий - βραχύς - (αμερικάνικος, πουισούται με 45,3592 κιλά)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > центнер
-
13 вес
весм1. τό βάρος, τό ζύγι:атомный (молекулярный) \вес τό ἀτομικό[ν] (τό μοριακό) βάρος· удельный \весτό είδικό[ν] βάρος· меры \веса τά σταθμά, τά ζύγια· \весом в 100 килограммов βάρους ἐκατό κιλών на \вес μέ τό ζύγι· по \весу σύμφωνα μέ τό ζύγι (или βάρος), ἀνάλογα μέ τό βάρος· прибавить в \весе αὐξάνω τό βάρος, παχαίνω, βάζω βάρος· убавить в \весе ἐλαττώνω (или μειώνω) τό βάρος, ἀδυνατίζω, χάνω βάρος'2. спорт. τό βάρος:наилегчайший \вес ὑπερελαφρὠν βαρῶν легкий \вес ἐλαφρῶν βαρῶν полулегкий \вес ήμιελαφρων βαρῶν средний \вес μέσων βαρῶν полусредний \вес ήμιμέσων βαρὠν· тяжелый \вес βαρέων βαρών· превосходить в \весе ξεπερνώ στό βάρος, ζυγίζω περισσότερο·3. перен ἡ βαρύτης, ἡ ἀξία, τό κύρος:человек с большим \весом ἀνθρωπος μέ κύρος· ◊ на \весу́ κρεμαστός, ἀνηρτημένος· на \вес золота πολύ ἀκριβά, ἀκριβός σάν τό χρυσάφι. -
14 лепта
лепт||а I ж ὁ ὀβολός:внести свою \лептау προσφέρω τόν ὀβολόν μου.лепта IIяс τό λεπτό[ν] (мелкая нонета в Греции =1/100 драхмы). -
15 отлетать
отлетатьнесов, отлететь сов ί. (улетать) ἀφίπταμαι, πετώ:самолет отлетает в три часа τό ἀεροπλάνον ἀναχωρεῖ στις τρεις ἡ ὠρα·2. (отдаляться) ἀπομακρύνομαι:самолет отлетел на 100 километров τό ἀεροπλάνον ἀπομακρύνθηκε ἐκατό χιλιόμετρα·3. (отскакивать) разг πετώ (άμετ.), ἀναπηδώ·4. (отпадать, отрываться) πέφτω, ἀποσπώμαι /. ξεκολνώ (отклеиться). -
16 ар
-а α.το άρ, μονάδα μέτρησης επιφάνειας ιση με 100 τ.μ. -
17 сотка
-и θ.1. το ένα εκατοστό του μέτρου.2. παλ. το 1/100 του κουβά ή μποκάλι αυτής της ποσότητας. -
18 сотня
-и, γεν. πλθ. -тен, δοτ. -тням θ.1. εκατοντάδα•сотня яиц εκατοντάδα αυγών.
|| εκατοντάδα ρουβλιών, εκατοστάρικο.2. πλθ. -и οι εκατοντάδες του πολυψήφιου αριθμού (οι τρίτοι αριθμοί από το τέλος πολυψήφιου).3. εκατονταρχία (στρατ. τμήμα 100 μαχητών).4. παλ. εκατοντάδα επαγγελαματιών, εμπόρων ή βιομηχάνων. -
19 сто
ста (αριθμ. ποσοτικό).ο αριθμός 100. || (ποσό) εκατό•сто рублей εκατό ρούβλια•
в ста шагах σε εκατό βήματα (απόσταση)•
много сот лет тому назад πολλούς αιώνες πριν.
-
20 центнер
-а α.μετρικός στατήρας 100 κιλών.
См. также в других словарях:
100 m — 100 mètres (athlétisme) 100 m … Wikipédia en Français
100 mètres (Athlétisme) — 100 m … Wikipédia en Français
100-й меридиан восточной долготы — … Википедия
100-й меридиан западной долготы — … Википедия
100 Great Paintings — was a television series created by Edwin Mullins for BBC 2 in 1980, in which he also acted as moderator.http://ftvdb.bfi.org.uk/sift/series/11652 13 January 2007] He chose 20 thematic groups, such as war, the Adoration, the language of color, the … Wikipedia
100 (number) — 100 ← 100 101 102 103 104 105 106 107 108 109 → List of numbers Integers … Wikipedia
100. Jäger-Division (Wehrmacht) — 100. Jäger Division Truppenkennzeichen der 100. JD Aktiv 10. Oktober 1940–1945 Kapitulation in … Deutsch Wikipedia
100% Lucha — Séptima Temporada de 100% Lucha Deporte Lucha Libre Fundación … Wikipedia Español
100. Jäger-Division — Truppenkennzeichen der 100. JD Aktiv 10. Oktober 1940 [1]–1945 Kapitulat … Deutsch Wikipedia
100 Bullets — Éditeur Vertigo (DC Comics) … Wikipédia en Français
100 bullets — Éditeur Vertigo (DC Comics) … Wikipédia en Français