Перевод: с итальянского на все языки
cattiv
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
cattìv — vedovo o vedova … Dizionario Materano
κατσίβελος — ο, θηλ. κατσιβέλα 1. γύφτος, τσιγγάνος 2. άνθρωπος που έχει τις ιδιότητες τών τσιγγάνων, που δεν έχει μόνιμη στέγη 3. βρόμικος, ατημέλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < ιταλ. cattiv ello «σκλάβος, δυστυχής». Κατ άλλη άποψη < βλαχ. cacivel < … Dictionary of Greek