-
1 ἀκέφαλος
ἀκέφᾰλος, ον,2 without beginning, λόγος, μῦθος, Pl.Phdr. 264c, Lg. 752a; without peroration,μῦθος Luc.Scyth.9
; of verses which lack the first mora, Heph.6.2,al., cf. Ath.14.632d. Adv.-λως, ἐμβάλλειν τοῖς πράγμασι Hermog.Inv.2.7
.3 αἵρεσις ἀ. sect with no known head, Suid.; ἀ., οἱ, Just.Nov. 109 Praef.II = ἄτιμος, Artem.1.35; cf. Lat. capite deminutus.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκέφαλος
См. также в других словарях:
ακέφαλος — Αυτός που δεν έχει κεφάλι. Ο άναρχος. Μεταφορικά, ο απερίσκεπτος, ο ανόητος, ο άμυαλος. (Βοτ.) Ονομασία της ωοθήκης που είτε δεν έχει στύλους είτε αυτοί φύονται από τα πλάγια ή τη βάση της (π.χ. βοραγινίδες, χειλανθή). (Ζωολ.) Ονομασία που δόθηκε … Dictionary of Greek