-
1 acratia
ضعفة* * *ضَعْفَة
См. также в других словарях:
acratia — n. impotence, inability to sustain an erection, inability to perform sexually (of a male) … English contemporary dictionary
acratia — n. impotence … Dictionary of difficult words
ακράτεια — Ιατρικός όρος που σημαίνει την ακούσια απώλεια ούρων ή κοπράνων. Είναι συνήθως νευρογενής και εμφανίζεται, συχνά, στην παιδική ηλικία. * * * η (Α ἀκράτεια) αδυναμία αυτοσυγκράτησης, έλλειψη αυτοκυριαρχίας, εγκράτειας νεοελλ. φρ. «ακράτεια… … Dictionary of Greek