-
1 Kapiu
n. чайка / seagull
См. также в других словарях:
κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… … Dictionary of Greek
įkapės — dkt. Sẽnos ir vyrèsnės moterys apreñgiamos tamsiai̇̃s įkapių rū̃bais … Bendrinės lietuvių kalbos žodyno antraštynas