Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

4)+(голову)

  • 81 выбрить

    -брею, бреешь ρ.σ.μ. καλοξυρίζω, ξυρίζω τελείως•

    выбрить голову ξυρίζω το κεφάλι.

    καλοξυρίζομαι, ξυρίζω τελείως.

    Большой русско-греческий словарь > выбрить

  • 82 высунуть

    ρ.σ.μ.
    βγάζω έξω, εξάγω•

    высунуть голову из окна βγάζω το κεφάλι έξω από το παράθυρο•

    высунуть язык βγάζω τη γλώσσα.

    εκφρ.
    нельзя носу высунуть (из дому) – δεν τον αφήνουν (επιτρέπουν) να ξεμυτίσει έξω από το σπίτι.
    βγαίνω, προβάλλω, φαίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > высунуть

  • 83 голова

    -ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.
    1. κεφάλι, -ή•

    голова болит το κεφάλι πονά•

    повернуть -у στρέφω το κεφάλι•

    лысая φαλακρό κεφάλι•

    отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.

    2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•

    светлая голова φωτεινό μυαλό•

    пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•

    замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•

    быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.

    3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•

    он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•

    городской (παλ,) δήμαρχος.

    4. κεφαλή φάλαγγας.
    5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•

    сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•

    голова сыра κεφάλι τυριού.

    εκφρ.
    без -ы – ανόητος, κουτός•
    с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•
    в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•
    обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•
    с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•
    через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•
    закружилось в -е – ζαλίστηκα•
    голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•
    вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•
    вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•
    сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•
    не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•
    выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•
    выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•
    заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•
    отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•
    вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•
    выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•
    не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•
    в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•
    - у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•
    есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•
    быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•
    на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.
    с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•
    с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•
    с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•
    сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•
    хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•
    ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•
    на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•
    поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•
    разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•
    у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•
    мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•
    адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•
    снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω).

    Большой русско-греческий словарь > голова

  • 84 дурить

    -рю, -ришь
    ρ.δ.
    εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι, κάνω άπρεπειες, τρελλες. || καπριτσώνω, κάνω καπρίτσια• πεισματώνω•

    лошадь -ит το άλογο κάνει καπρίτσια.

    εκφρ.
    дурить голову кому – σκοτίζω το κεφάλι κάποιου, θολώνω τα μυαλά.

    Большой русско-греческий словарь > дурить

  • 85 забрать

    -беру, -берешь, παρλθ. χρ. забрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, πιάνω, λαβαίνω με τα χέρια. || παλ. παίρνω δανεικά, δανείζομαι (κυρίως για χρήματα).
    2. παίρνω•

    взять с собой παίρνω μαζί μου.

    3. αφαιρώ, αρπάζω•

    за долг -ал его поле για το χρέος του πήρε το χωράφι-του.

    || συλλαμβάνω•

    его -ал патруль τονι πήρε (έπιασε) η περίπολος.

    4. μτφ. κυριεύω, κατέχω, καταλαβαίνω•

    его -ла охота τον κυρίευσε η επιθυμία•

    его -ал страх τον κυρίευσε ο φόβος•

    ее -ла мысль την κυρίευσε η σκέψη.

    5. (ραπτ.) μαζεύω, κοντεύω, παίρνω•

    забрать шов μαζεύω λίγο τη ραφή•

    забрать рукар κοντεύω λίγο το μανίκι.

    6. αποκλίνω, κόβω•

    -вправо κόβω δεξιά.

    7. αγκιστρώνομαι, σκαλώνω•

    якорь -ал η άγκυρα έπιασε.

    εκφρ.
    забрать силу – παίρνω (αντλώ) δύναμη• αποκτώ επίδραση• забрать(себе) в голову μου κολλά (τυπώνεται) στο μυαλό η ιδέα.
    (γραμμ. στοιχ. βλ. забрать1) ρ.σ.μ. κλείνω, φράζω.

    Большой русско-греческий словарь > забрать

  • 86 забросить

    -ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заброшенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ•

    забросить невод ρίχνω το δίχτυ.

    || κάμπτω, γέρνω•

    забросить голову назад ρίχνω πίσω (ανακάμπτω) το κεφάλι•

    забросить одну ногу на другую βά-βάζω το πόδι απανωτά•

    судьба его -ла далеко η τύχη τον έρριξε μακριά.

    2. αφήνω, ξεχνώ•

    я -ил куда-то ключи, а теперь не найду άφησα κάπου τα κλειδιά και τώρα δεν τα βρίσκω.

    3. εγκαταλείπω, παραμελώ•

    она совсем -ла детей αυτή εντελώς παραμέλησε τα παι,διά.

    4. σταματώ, παύω να ασχολούμαι•

    забросить музыку παρατώ τη μουσική•

    забросить чтение παρατώ το διάβασμα.

    Большой русско-греческий словарь > забросить

  • 87 завалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ.
    παρλθ. χρ. заваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω•

    завалить яму кэмними γεμίζω το λάκκο με πέτρες.

    || κλείνω, φράζω•

    бревнами -ли улицу με κούτσουρα έκλεισαν το δρόμο.

    || συσσωρεύω, στοιβάζω. || μτφ. είμαι παραφορτωμένος•

    работой я завален всегда από δουλειά είμαι πάντοτε παραφορτωμένος.

    2. γέρνω, κλίνω•

    больной -ил голову назад ο άρρωστος έγειρε πίσω το κεφάλι.

    3. ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•

    завалить стену γκρεμίζω τον τοίχο.

    4. μτφ. (απλ.) χαλαρώνω, ξεχαρβαλώνω.
    5. απρόσ. (απλ.) αισθάνομαι βάρος (στο λαιμό, στήθος, αυτιά κ.τ.τ.).
    1. πέφτω•

    книга -лась за диван το βιβλίο έπεσε πίσω στο ντιβάνι.

    || χώνομαι, εισδύω.
    2. γέρνω, κλίνω•

    голова -лась το κεφάλι έγειρε.

    3. γκρεμίζομαι, πέφτω, σωριάζομαι•

    старый дом -лся το παλιόσπιτο έπεσε.

    4. μτφ. (απλ.) αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση ναυάγησε.

    εκφρ.
    (хоть) завались – (απλ.) αφθονία.

    Большой русско-греческий словарь > завалить

  • 88 задрать

    -деру, -дерешь, παρλθ. χρ. задрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. задранный, задран, задрана
    ρ.σ.μ.
    1. (ανα)σηκώνω, (αν)υψώνω, (αν)ορθώνω•

    задрать хвост σηκώνω την ουρά•

    задрать голову σηκώνω το κεφάλι•

    задрать ноги σηκώνω τα πόδια.

    || αναδιπλώνω.
    2. γρατσουνίζω, ξεσκαλίζω (δέρμα, φλοιό κ.τ.τ.).
    3. ξεσχίζω, κατασπαράζω•

    волки -ли двух овец οι λύκοι κατασπάραξαν δυο πρόβατα.

    4. μαστιγώνω, βουρδουλίζω, βιτσίζω.
    1. γραχσουνίζομαι, ξεσκαλίζομαι.
    2. ανασηκώνομαι. || αναδιπλώνομαι.
    3. αρχίζω να καβγαδίζω κλπ. ρ. βλ. драться.

    Большой русско-греческий словарь > задрать

  • 89 задурить

    -рю, -ришь
    ρ.σ.
    1. (απλ;) συσκοτίζω, σκοτίζω, συγχίζω•

    задурить голову σκοτίζω το κεφάλι (τα μυαλά).

    2. αρχίζω να παρεκτρέπομαι κλπ. ρ. βλ. дурить.

    Большой русско-греческий словарь > задурить

  • 90 закрыть

    -крою, -кроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закрытый, βρ: -крыт, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κλείνω•

    закрыть дверь κλείνω την πόρτα•

    закрыть зонтик κλείνω το ομπρελάκι•

    закрыть детей в комнате κλείνω τα παιδιά στο δωμάτιο.

    || φράζω, εμποδίζω τη διάβαση•

    закрыть путь κλείνω το δρόμο.

    2. σκεπάζω, καλύπτω•

    закрыть голову платком καλύπτω το κεφάλι με το μαντήλι•

    закрыть лицо руками κρύβω το πρόσωπο με τα χέρια•

    туча -ла луну το σύννεφο έκρυψε το φεγγάρι.

    3. σταματώ•

    закрыть воду κλείνω το νερό•

    закрыть свет σβήνω το φως•

    газ κλείνω το γκάζι•

    закрыть фабрику κλείνω τη φάμπρικα.

    || τελειώνω•

    закрыть собрание, заседание κλείνω τη συνέλευση, τη συνεδρίαση.

    εκφρ.
    закрыть глаза, – κλείνω τα μάτια (κάνω πως δε λέπω)•
    закрыть двери дома (перед кем ή для кого) – κλείνω την πόρτα σε κάποιον (δεν τον δέχομαι στο σπίτι μου)•
    закрыть кавычки, скобки – κλείνω τα εισαγωγικά, την παρένθεση•
    закрыть счет – α) κλείνω το λογαριασμό, β) σταματώ την έκδοση χρημάτων.
    1. κλείνομαι.
    2. καλύπτομαι, σκεπάζομαι.
    3. επουλώνομαι•

    рана -лась η πληγή έκλεισε.

    Большой русско-греческий словарь > закрыть

  • 91 идея

    -и. θ.
    1. ιδέα• έννοια•

    абсолютная идея απόλυτη ιδέα (θεός)•

    господствующие -и οι κυριαρχούσες ιδέες•

    политические -и οι πολιτικές ιδέες•

    идея романа, картины η κεντρική ιόέα του μυθιστορήματος, της εικόνας•

    передовое -и προοδευτικές ιδέες.

    2. σκέψη•

    в голову пришли счастливая идея στο μυαλό μου ήρθε μια καλή σκέψη.

    || μορφή έννοια•

    идея добра η έννοια του καλού.

    Большой русско-греческий словарь > идея

  • 92 клонить

    клоню, клонишь
    ρ.δ.
    1. κλίνω, γέρνω, κάμπτω, λυγίζω•

    ветер клонил верхушки деревьев ο άνεμος λύγιζε τις κορυφές των δέντρων•

    лодку -ло на бок η βάρκα έγερνε.

    2. με παίρνει, με πιάνει•

    клонит ко сну νυστάζω•

    меня от жары к лени клонит από τη ζέστη με πιάνει η τεμπελιά.

    3. τραβώ, κατευθύνομαι, παίρνω τροπή•

    дело к разрыву -ит η υπόθεση τραβάει για χάλασμα, η υπόθεση λασπώνει.

    || μτφ. στρέφω, γυρίζω.
    εκφρ.
    клонить голову (шею, спинку) – σκύβω, υποκύπτω, ενδίδω•
    клонить очи ή взор – χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.
    1. κλίνω, γέρνω, λυγίζω•

    ветви ивы -ятся к самой воде τα κλαδιά της ιτιάς γέρνουν ως το νερό•

    голова -ится от дремоты κουτουλιέμαι από τη νύστα.

    || (για ουράνια σώματα, μέρα κ.τ.τ.) γέρνω προς τη δύση•

    солнце -ится к западу ο ηλιος γέρνει•

    день -ится η μέρα γέρνει.

    2. μτφ. πλησιάζω, κοντεύω•

    дело -ится к развязке η υπόθεση παίρνει τέλος•

    победа -лась на нашу сторону η νίκη έκλινε προς εμάς.

    3. αποσκοπώ, αποβλέπω•

    так вот к чему -лись его речи να λοιπόν σε τι αποσκοπούσαν οι λόγοι του.

    Большой русско-греческий словарь > клонить

  • 93 кровь

    -и, προθτ. о -и, в -и, γεν. πλθ.θ.
    1. αίμα•

    венозная кровь φλεβικό αίμα•

    артериальная кровь αρτηριακό αίμα•

    переливание -и μετάγγιση αίματος•

    заражение -и μόλυνση του αίματος.

    || πλθ. -и τα έμμηνα, η περίοδος.
    2. μτφ. γένος, συγγένεια. || οι πλησιέστεροι συγγενείς.
    3. ράτσα ζώων. || (για ανθρώπους) γένος, καταγωγή•

    гречанка по -и Ελληνίδα την καταγωγή.

    4. μτφ. αιματοχυσία, φονικό.
    5. μτφ. χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία•

    горячая кровь θερμόαιμος•

    холодная кровь ψύχραιμος.

    εκφρ.
    в -и до крови избить (разбить) – χτυπώ μέχρι αίμα•
    узы -и – δεσμοί αίματος•
    кровь с молоком – (για (πρόσωπο, άνθρωπο) αφρατοκόκκινος•
    кровь бросилась (кинулась, ударила) в голову – ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι•
    кровь играет – το αίμα βράζει (σφύζει)•
    кровь кипит (горит, бродит) – α) το αίμα βράζει (μεγάλη ζωτικότητα), β) υπάρχει έξαψη ή πάθος, οργασμός•
    кровь стынет (леденеет) – το αίμα παγώνει (από φόβο, φρίκη)•
    бросить (отворить, кидать) кровьπαλ. κάνω αφαίμαξη•
    лить (проливать) кровь чью – τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον•
    пить, сосать кровь – πίνω, ρουφώ το αίμα (βασανίζω, εκμεταλλεύομαι σκληρά)•
    портить кровь – χαλνώ τη διάθεση• ερεθίζω•
    писать -ью – γράφω με αίμα (από τα φυλλοκάρδια, ειλικρινέστατα ή με πόνο στην καρδιά)•
    смыть -ью обиду – ξεπλένω την προσβολή με αίμα•
    сердце -ью обливается – ματώνει η καρδιά μου (λυπούμαι κατάκαρδα:)• это в -и το έχει στο αίμα (είναι έμφυτο)•
    кровь за кровь – αίμα αντί αίματος, μάχαιρα αντί μαχαίρας•
    хоть кровь из носу – (απλ.) οπωσόήποτε•
    изойти -ью – εξαντλούμαι, από την αιμορραγία.

    Большой русско-греческий словарь > кровь

  • 94 кружить

    кружу, кружишь
    ρ.δ.
    1. μ. περιστρέφω, γυρίζω, θέτω σε περιστροφική κίνηση.
    2. αμ. τριγυρίζω, στριφογυρίζω.
    3. περιφέρομαι, περιέρχομαι, περιπλανιέμαι•

    кружить по гброду τριγυρίζω στην πόλη.

    4. στροβιλίζω•

    метель -ит ή χιονοθύελλα στροβιλίζει.

    εκφρ.
    кружить голову – α) ζαλίζω, β) παίρνουν τα μυαλά μου αέρα (χάνω το αίσθημα της πραγματικότητας), γ) ξεμυαλίζω με ερωτοτροπίες.
    περιστρέφομαι, γυρίζω κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    εκφρ.
    голова кружить – α) το κεφάλι μου ζαλίζεται ή ζαλίζομαι, έχω ζαλάδα, αντραλίζομαι, β) τα χάνω, θολώνει το μυαλό μου, τα μπερδεύω.

    Большой русско-греческий словарь > кружить

  • 95 лезть

    лезу, лезешь, παρλθ. χρ. лез, -ла, -ло; προστκ. лезь ρ.δ.
    1. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω•

    лезть на дерево σκαρφαλώνω στο δέντρο•

    лезть на скалы σκαρφαλώνω στα βράχια.

    || κατεβαίνω αγκιστρωνόμενος.
    2. διαπερνώ, εισδύω, μπαίνω έρποντας εξέρχομαι, βγαίνω έρποντας. || μπαίνω•

    лезть в ванну μπαίνω στη μπανιέρα.

    3. εισδύω, μπιχίνω για να κλέψω βάζω για να. κλέψω•

    лезть в чужой карман κλέβω από τη τσέπη.

    4. βάζω το χέρι•

    лезть в ящик βάζω το χέρι στο κιβώτιο ή στο συρτάρι.

    5. εισχωρώ, μπαίνω•

    гвозди в стенку не -зут τα•καρφιά δε μπαίνουν στον τοίχο.

    6. βγαίνω ανάμεσα από στενό μέρος.
    7. προσβάλλω συνεχώς, χτυπώ, ερεθίζω (για ήχους, μυρουδιά κ.τ.τ.).
    8. μτφ. επιδιώκω, επιζητώ να συμμετάσχω (σε μάχη, καβγά κ.τ.τ.). || απευθύνομαι, ενοχλώ. || επεμβαίνω•

    лезть не в своё дело δεν έχεις κανένα δικαίωμο. να επεμβαίνεις.

    9. επιδιώκω μεγάλα αξιώματα•

    в генералы -зет στρο:τηγός βάλθηκε να γίνει.

    10. πέφτω, μαδιέμαι (για μαλλιά).
    11. ξεφτίζομαι (για υφάσματα).
    εκφρ.
    лезть в бутылку – αγανακτώ, θυμώνω χωρίς αιτία•
    лезть в ή на глаза – προσπαθώ να φαίνομαι, να διακρίνομαι, να επιδείχνομαι•
    лезть в голову – συνέχεια μού ρχεται στο νου, δε μου βγαίνει από το μυαλό•
    лезть в чью душу – επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις, ζητήματα, αισθήματα κ.τ.τ. лезть на стену γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών•
    не -зет в горло ή в рот – δεν κατεβαίνει στο λαιμό (δε μου τραβάει, δεν έχω όρεξη)•
    не лезть за словом в карман – έχω έτοιμη την απάντηση, είμαι ετοιμόλογος.

    Большой русско-греческий словарь > лезть

  • 96 ломать

    ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ломанный, βρ: -ман, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. σπάζω, τσακίζω, θραύω θλω•

    ломать камни σπάζω πέτρες•

    ветер ломает деревья ο άνεμος σπάζει τα δέντρα.

    || κατεδαφίζω, γκρεμίζω•

    ломать старый дом γκρεμίζω το παλαιό σπίτι, αχρηστεύω, χαλνώ•

    ломать игрушки σπάζω τα παιγνίδια.

    2. (απλ.) σακατεύω, τσακίζω.
    3. συντρίβω, θρυμματίζω•

    -каменную соль θρυμματίζω το ορυκτό αλάτι.

    4. μτφ. αποβάλλω, απορρίπτω, δεν παραδέχομαι•

    ломать старые обычаи αποβάλλω τις παλαιές συνήθειες.

    || αλλάζω, μεταβάλλω απότομα•

    ломать характер αλλάζω απότομα το χαρακτήρα•

    ломать мысли у людей αλλάζω τις σκέψεις των ανθρώπων.

    || καταστρέφω, χαλνώ• χειροτερεύω•

    ломать карьеру χαλνώ την καριέρα•

    он нашу жизнь -ет αυτός μας χειροτερεύει τη ζωή μας.

    5. μτφ. (για ομιλία, γλώσσα) κακοπροφέρω, μιλώ άσχημα, σκοτώνω.
    6. (για ασθένειες) κόβω, σφάζω, πονώ•

    меня всего -ет με σφάζει όλο το κορμί•

    -ет, должно быть, изменится погода πονώ, θα έχομε αλλαγή του «αιρού.

    7. (απλ.) ζεθεώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι.
    εκφρ.
    - голову над чем – σπάζω (βασανίζω) το κεφάλι μου για κάτι•
    ломать горб ή спину – ξεπατώνω στη δουλειά•
    ломать копья – συζητώ ζωηρά, έντονα, υποστηρίζω εκίρονα•
    ломать руки ή пальцы – στηθοκοπιέμαι, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι•
    ломать ряды ή строй – χαλνώ (παραβιάζω) τη γραμμή, τη σειρά•
    ломать шапку перед кем – υποκλίνομαι, χαμερπώς.
    1. σπάζω, θραύομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. лёд -ется ο πάγος σπάζει.
    2. αλλάζω•

    голос -ется η φωνή αλλάζει.

    3. καπριτσώνω, πεισματώνω. || κάνω καμώματα, νάζια, ακκίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ломать

  • 97 мозжить

    -жит
    ρ.δ. πονώ, αλγώ, έχω πόνο, μου πονά•

    голову -ит το κεφάλι πονά.

    Большой русско-греческий словарь > мозжить

  • 98 морочить

    -чу, -чишь
    ρ.δ.μ. (συ)σκοτίζω, συγχύζω, μπερδεύω, θολώνω τα μυαλά κοροϊδεύω, εμπαίζω.
    εκφρ.
    морочить голову – σκοτίζω, ζαλίζω το κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > морочить

  • 99 навязаться

    -яжусь, -яжешься
    ρ.σ.
    ενοχλώ, γίνομαι ενοχλητικός, φόρτωμα, κολλώ. || πετυχαίνω με επίμονες ενοχλητικές παρακλήσεις.
    εκφρ.
    навязаться на (мою) голову (ή на шю) – γίνομαι φόρτωμα (ενοχλητικός), κάθομαι στο σβέρκο.

    Большой русско-греческий словарь > навязаться

  • 100 нагнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. λυγίζω, κάμπτω γέρνω, κλίνω•

    нагнуть ветку λυγίζω το κλαδί•

    нагнуть голову σκύβω το κεφάλι.

    2. (με ποσοτική σημ.) λυγίζω•

    -много дуг λυγίζω πολλές λαιμαριές.

    λυγίζω, κάμπτομαι, γέρνω, κλίνω, σκΰφτω•

    ветки -лись τα κλαδιά λύγισαν, чтобы поднять что-н. σκΰφτω για να σηκώσω κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > нагнуть

См. также в других словарях:

  • голову даю на отсечение — нареч, кол во синонимов: 23 • без балды (8) • божусь (4) • век свободы не видать (10) …   Словарь синонимов

  • Голову вымыть — Голову вымыть. Головомойку дать (иноск.) пожурить, нагоняй дать. Ср. Завтра ему надо голову вымыть. Онъ такой непослушный... Гончаровъ. Литературный вечеръ. Ср. Ну, дали мнѣ головомойку, Съ полгода поджималъ я хвостъ. Некрасовъ. Пѣсни о… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Голову на отсечение даю — Голову на отсѣченіе даю (если...) иноск. увѣренье, божба. Хоть голову на плаху! Ср. Чѣмъ онъ домъ этотъ нажилъ? да я голову на отсѣченіе даю, если онъ васъ уже не надулъ и уже не обдумывалъ, какъ бы еще дальше васъ надуть! Достоевскій. Идіотъ. 2 …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • голову прозакладываю — нареч, кол во синонимов: 4 • голову даю на отсечение (23) • голову на отсечение (22) • …   Словарь синонимов

  • Голову сломя — («взявъ ноги въ зубы»). Ср. Спѣшу къ вамъ, голову сломя, И какъ васъ нахожу? Грибоѣдовъ. Горе отъ ума. 1, 7. Чацкій. Ср. Es geht über Hals und Kopf. Ср. To go neck and heels to get her. Ср. Prendre ses jambes à son cou. См. В хвост и гриву гнать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • голову на отсечение — нареч, кол во синонимов: 22 • абсолютно (69) • без балды (8) • божусь (4) • …   Словарь синонимов

  • Голову ломать — ГОЛОВА, Шы, вин. голову, мн. головы, голов, головам, ж. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • Голову потерять — ГОЛОВА, Шы, вин. голову, мн. головы, голов, головам, ж. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • Голову снять — ГОЛОВА, Шы, вин. голову, мн. головы, голов, головам, ж. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • Голову отрежу, сердце выну, дам пить, будет говорить. — (то же). См. ГРАМОТА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Голову срезали, сердце вынули, дают пить, велят говорить. — (перо). См. ГРАМОТА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»