Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

2)+(за+кого-что)

  • 1 тень

    -и, προθτ. о тени, в тени, πλθ. тени -ей θ.
    1. σκιά, ίσκιος•

    на солнце и в тени στον ήλιο και στον ίσκιο.

    2. σκοτεινό μέρος εικόνας•

    контрасты света и тени αντίθεση φωτός και σκιάς.

    || η ριχνόμενη σκιά•

    -человека η σκιά του ανθρώπου•

    тень башни η σκιά του πύργου.

    || έκφραση φόβου, θλίψης κ.τ.τ. грустные -и на е лице έκφραση θλίψης στο πρόσωπο της.
    3. μτφ. ίχνος αδύνατο, σημαδάκι•

    тень прошлого σκιά παρελθόντος•

    тень улыбки υποτυπώδες χαμόγελο•

    ни тень жалости ούτε σκιά οίκτου.

    4. σιλουέτα, φιγούρα.
    5. φάσμα, φάντασμα, ίσκιωμα (σκιά πεθαμένου).
    εκφρ.
    ночная (вечерная) тень; тень ночи – το σούρουπο•
    бросать (кидать) тень на кого-что – αμαυρώνω την αξιοπρέπεια κάποιου•
    навести тень (на плетень, на ясный день) – συσκοτίζω σκόπιμα• θολώνω τα νερά•
    быть (сделать(ся) -ью – α) ακολουθώ κάποιον σαν τη σκιά του.
    || είμαι η σκιά κάποιου (είμαι υποχείριο κάποιου)•
    он тень и голос кого – αυτός είναι σκιά και φερέφωνο κάποιου•
    держаться (быть, стоять) в -и – δε θέλω να φαίνομαι, να επιδείχνομαι• κρατιέμαιστην αφάνεια•
    оставлять в -и что – αφήνω κάτι σκοτεινό (ασαφές, αδιευκρίνιστο)•
    ходить, (идти, следовать) за кем как тень – παρακολουθώ κάποιον άγρυπνα, τον παίρνω στο κοντό, σαν τη σκιά του•
    тень падает на кого-что – αμαυρώνεται η αξιοπρέπεια κάποιου• (одна) тень осталось от кого έγινε σαν το ίσκιωμα (κάτισχνος)•теньи под глазами οιδήματα (σακκουλίτσες)κάτω από τα μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > тень

  • 2 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 3 палец

    -льца α.
    δάχτυλο, δάκτυλος•

    большой палец το μεγάλο δάχτυλο (αντίχειρας)•

    указательный палец (δάχτυλο) ο δείχτης•

    средний палец το μεσαίο δάχτυλο, δάκτυλος ο μέσος•

    безымянный палец (δάκτυλος) ο παράμεσος•

    в палец толщиной χοντρός όσο το δάχτυλο•

    пальцы у перчатки τα δάχτυλα του γαντιού•

    считоть по -цам μετρώ στα δάχτυλα•

    тбкать кого -ем κεντώ (σκουντώ) κάποιον με το δάχτυλο•

    показывать на кого -ем δαχτυλοδειχτώ κάποιον.

    εκφρ.
    палец о палец не ударить – δεν κάνω απολύτως τίποτε, αδιαφορώ τελείως, καθόλου δε με νοιάζει•
    - льда в рот не клади кому – μη εκμεταλλεύεσαι τη δυσχερή θέση κάποιου•
    - ем двинуть (шевельнуть) – κουνώ λίγο το δαχτυλάκι (κάνω μικρή προσπάθεια)•
    - ем не двинуть (не шевельнуть) – δεν κουνώ ούτε το δάχτυλο (δεν κά,νω καμιά προσπάθεια)•
    - ем не тронуть кого-что – δεν θίγω (δεν πειράζω) κανέναν, τίποτε•
    смотреть (глядеть) на что сквозь -ы – κάνω πως δε βλέπω (ενώ βλέπω ανάμεσα από τα δάχτυλα)•
    по -ам можно пересчитать (перечесть) – είναι ολιγάριθμοι (μπορούν να μετρηθούν στα δάχτυλα)•
    как по -ам(объяснить, рассказатьκ.τ.τ.) σαφέστατα, ολοκάθαρα,σταράτα, φαρσί•
    как свой пять -ев (знать) – κάλλιστα (γνωρίζω).

    Большой русско-греческий словарь > палец

  • 4 принимать

    1. (брать у того, кто отдаёт) παίρνω, λαμβάνω 2. (брать в своё ведение, распоряжение) παίρνω, παραλαμβάνω, αναλαμβάνω 3. (брать кого-, что-л. под своё начальство) αναλαμβάνω, προσδιορίζω, ορίζω, προσλαμβάνω 4. (занимать вакантное место, должность и т.п) αποδέχομαι, μπαίνω 5. (включать в состав кого-, чегол.) περιλαμβάνω, παραλαμβάνω, δέχομαι 6. (допускать к себе для переговоров, для беседы) δέχομαι, υποδέχομαι 7. (напр. больного) δέχομαι 8. (проявлять какое-л. отношение к чему-л.) δέχομαι, συμφωνώ, παίρνω
    - во внимание παίρνω/λαμβάνω υπ' όψη
    9. (утверждать голосованием) ψηφίζω, παίρνω, εγκρίνω 10. (по радио, телеграфу, телефону) λαμβάνω 11. (приобретать ка-кой-л. вид, какие-л. особенности) αποκτώ 12. (напр. о лекарстве) παίρνω, λαμβάνω
    - таблетку - το δισκίο/χάπι
    13. (подвергать себя какой-л. процедуре) κάνω, παίρνω 14. (условно допускать что-л., предполагать) δέχομαι, υποθέτω, θεωρώ ^.(соглашаться) δέχομαι, αποδέχομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > принимать

  • 5 заступаться

    заступаться, заступиться (за кого-что-л.) υπερασπίζω, προστατεύω
    * * *
    = заступиться
    (за кого-что-л.) υπερασπίζω, προστατεύω

    Русско-греческий словарь > заступаться

  • 6 надежда

    надежда ж η ελπίδα· возлагать \надеждаы на кого-что-л. στηρίζω ελπίδες σε κάποιον, σε κάτι
    * * *
    ж
    η ελπίδα

    возлага́ть наде́жды на кого́-что́-л. — στηρίζω ελπίδες σε κάποιον, σε κάτ

    Русско-греческий словарь > надежда

  • 7 пережить

    пережить 1) (испытать) περνώ, δοκιμάζω· \пережить радостные минуты περνώ ευχάριστες στιγμές 2) (кого-что-л.) επιζώ
    * * *
    1) ( испытать) περνώ, δοκιμάζω

    ра́достные мину́ты — περνώ ευχάριστες στιγμές

    2) (кого-что-л.) επιζώ

    Русско-греческий словарь > пережить

  • 8 передавать

    1. (отдавать, вручать кому-л.) δίνω 2. (отдавать, уступать что-л. своё в полное распоряжение другому) μεταβιβάζω, μεταφέρω 3. (напр. знания, опыт и т.п.) μεταβιβάζω, μεταφέρω 4. (сообщать, пересказывать что-л) μεταβιβάζω 5. (излагать, формулировать что-л.) δίνω, μεταβιβάζω, μεταφέρω 6. (изображать, воспроизводить) μεταφέρω, απεικονίζω 7. свз. μεταδίδω, διαβιβάζω 8. (распространять на кого-, что-л. какие-л. признаки, свойства, качества) μεταδίδω 9. (пересылать, направлять в следующую инстанцию) στέλνω, παραδίδω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > передавать

  • 9 смотреть

    смотрю, смотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смотренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. βλέπω, κοιτάζω, θωρώ• παρατηρώ•

    смотреть в дэль κοιτάζω μακριά στο βάθος•

    смотреть на часы κοιτάζω το ωρολόγι•

    смотреть в зеркало κοιτάζω στον καθρέφτη•

    смотреть в бинокль παρατηρώ με τη διόπτρα•

    новую кинокартину βλέπω νέα κινηματογραφική ταινία.

    || μτφ. σκέπτομαι, στοχάζομαι•

    смотреть в будущее κοιτάζω στο μέλλον.

    || μτφ. δίνω προσοχή•

    вы на это не -ите εσείς αυτό μην το κοιτάτε (μη δίνετε προσοχή).

    2. μτφ. ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, προσέχω. || μτφ. θεωρώ, λογίζω. || υπολογίζω, υποθέτω.
    3. επιβλέπω, παρακολουθώ•

    смотреть за детьми κοιτάζω τα παιδιά.

    || εξετάζω•

    доктор -ел сольного ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο.

    || (παλ.) επιθεωρώ•

    генерал -ел полк ο στρατηγός επιθεώρησε το σύνταγμα.

    4. είμαι εστραμμένος•

    окна -ят в сад τα παράθυρα βλέπουν προς τον κήπο•

    пулемты -ят ва вражеские позиции τα πολυβόλα είναι εστραμμένα κατά των εχθρικών θέσεων.

    5. διαφαίνομαι, διακρίνομαι.
    6. με μερικά ουσ. σημαίνει: ομοιάζω• θυμίζω•

    смотреть зверем κοιτάζω σαν θηρίο•

    смотреть сентябрм μοιάζω με τον Σεπτέμβρη•

    смотреть сычом μοιάζω με το μπούφο.

    7. θέλω να γίνω•

    она в невесты смотретьит αυτή θέλει να γίνει νύφη (να παντρευτεί).

    8. προστκ. -и, -те κοίτα, -άτε: α) φυλάξου, πρόσεξε, β) σημαίνει θαυμασμό• για (ι)δές.
    9. προστκ.κ. 2ο πρόσ. ενστ. -ишь ως παρνθ. λ. α) βλέπε, βλέπεις• στο μεταξύ, β) πολύ πιθανόν, πιθανότατα.
    10. -ю, -им ως παρνθ. λ. βλέπω, -ομε• τι να δω, δούμε.
    εκφρ.
    смотреть в гроб (в могилу) – είμαι προς το τέλος, είμαι του θανατά•
    смотреть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    смотреть за собой – φροντίζω (περιποιούμαι) τον εαυτό μου•
    смотреть не на что – δεν. αξίζει να κοιτάζεις• смотреть (с надеждой) на кого-что στηρίζω τις ελπίδες στον, στο•
    смотреть смертиβλ. στη λ. смерть- -я как; -я где; -я когда κ.τ.τ. εξαρτάται από το πως, που, πότε•
    - я по чему – κρίνοντας από το ότι•
    что (чего) -ит? куда -ит! – τι κοιτάζει; που κοιτάζει; (γιατί δεν προσέχει, δε φροντίζει).
    1. κοιτάζομαι, βλέπομαι•

    смотреть в зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη.

    2. απρόσ. φαίνομαι• διακρίνομαι•

    фильм хорошо -ится το φιλμ καλά φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > смотреть

  • 10 рассчитывать

    1. см. рассчитать( в 1 знач.) 2. (надеяться на что-л.
    считать чтол. возможным осуществимым) βασίζομαι, στηρίζομαι
    3. (предполагать) υποθέτω рассчитываться 1. см. рассчитаться( в 1 знач) 2. (нести ответственность за кого,что-л.) ευθύνομαι, λογοδοτώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рассчитывать

  • 11 пялить

    ρ.δ.μ. (απλ.).
    1. τεντώνω, καργάρω, τεζάρω.
    2. φορώ, ντύνω με δυσκολία.
    εκφρ.
    пялить глаза на кого, что – (απλ.) καθηλώνω, καρφώνω τα μάτια σε κάποιον, σε κάτι.
    1. κοιτάζω επίμονα•

    что -ишься на меня τι με κοιτάζεις έτσι (επίμονα).

    2. (διαλκ.) ντύνομαι κομψά, στην τρίχα.

    Большой русско-греческий словарь > пялить

  • 12 броня

    1. (защитная обшивка) о θώραξ, ο θώρακας, η θωράκιση 2. (закрепление кого-, что-л. за кем-, чем-л.) η εξασφάλιση Закрепление) тех. η (προ)εξασφάλιση 4. (кабельная) о προστατευτικός οπλισμός καλωδίου.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > броня

  • 13 истребитель

    1. (тот, кто истребляет кого-, что-л.) о εξολοθρευτής 2. ав. το καταδιωκτικό (αεροπλάνο)
    реактивный - (προω)αεριοθούμενο -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > истребитель

  • 14 рекомендовать

    1. (давать отзыв, представлять кого-, что-л.) συστήνω 2. (советовать) συνιστώ, συμβουλεύω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рекомендовать

  • 15 слушатель

    1. (тот, кто слушает кого-, что-л.) о ακροατής 2. (учащийся некоторых учебных заведений) о μαθητής, ο σπουδαστής.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > слушатель

  • 16 объявлять

    объявлять
    несов
    1. (сообщать) γνωστοποιώ, δηλώνω, ἀνακοινώνω:
    \объявлять о своем несогласии δηλώνω διαφωνία·
    2. (оглашать) ἀνακοινώνω, κοινοποιώ:
    \объявлять решение суда ἀνακοινώνω δικαστική ἀπόφαση· \объявлять приговор κοινοποιώ καταδικαστική ἀπόφαση·
    3. (заявлять о начале чего-л.) κηρύττω:
    \объявлять войну κηρύττω τόν πόλεμο· \объявлять конкурс προκηρύττω διαγωνισμό1
    4. (кого-что кем-чем или каким) θεωρώ, βγάζω:
    \объявлять» договор недействительным θεωρῶ ἄκυρη τή συμφωνία· ◊ \объявлять благодарность ἐκφράζω εὐχαριστίες· \объявлять шах шахм. ἀπειλω τόν βασιληά (στό σκάκι).

    Русско-новогреческий словарь > объявлять

  • 17 вырвать

    -ву, -вешь ρ.σ.μ.
    1. βγάζω βίαια, αποσπώ•

    вырвать зуб βγάζω το δόντι•

    вырвать письмо из рук αποσπώ το γράμμα από τα χέρια.

    2. ξεριζώνω, εκριζώνω. || μτφ. παίρνω, αποκτώ•

    вырвать секрет αποσπώ μυστικό.

    εκφρ.
    вырвать из сердца кого, что – βγάζω από την καρδιά μου κάποιον-κάτι (ξεχνώ, παύω να ενδιαφέρομαι, ν’ αγαπώ).
    1. αποσπώμαι βίαια• ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, γλιτώνω.
    2. βγαίνω, σχίζομαι•

    в книге -лись страницы από το βιβλίο είναι βγαλμένα (λείπουν) φύλλα.

    || ξεγλιστρώ, πέφτω•

    лампа -лась из рук η λάμπα γλίστρισε από τα χέρια.

    -рвет ρ.σ. κάνω εμετό, εμώ, εξεμώ.

    Большой русско-греческий словарь > вырвать

  • 18 гора

    θ.
    1. βουνό, όρος•

    ледяная гора παγόβουνο•

    снежная гора χιονόβουνο (για παγοδρομίες).

    2. σωρός μεγάλος, πλήθος, στίβα•

    гора ящиков βουνό από κιβώτια.

    3. επίρ. -ой σαν βουνό (μεγάλος σωρός).
    εκφρ.
    гора на душе лежит – έχω βάρος μεγάλο στην ψυχή (σαν βουνό)•
    гора с плеч (свалилась) – μου ‘φύγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω μου (ξαλάφρωσα)•
    -у своротить, сдвинуть – αναποδογυρίζω, κουνώ βουνά (επιτελώ μεγάλες πράξεις)•
    не за -ами – δεν είναι, μακριά, είναι κοντά, σιμά, φαίνεται•
    в -у идти (ή поднимать(ся) – ανέρχομαι τις βαθμίδες της ιεραρχίας, αναδείχνομαι•
    под -у идти ή катитьсяκ.τ.τ. παίρνω τόν κατήφορο, τόν κατιόντα κλάδο (παρακμάζω)•
    надеяться как на каменную -у – βασίζομαι, στηρίζομαι απόλυτα, (σε κάποιον)•
    пир -ой – γλέντι τρικούβερτο•
    - мышь родила – κοιλοπόνεσε βουνό και γέννησε ποντίκι ή ώδινεν όρος, έτεκε μυν (стоять) -ой за кого-что στέκομαι βουνό (ακλόνητος) στο πλευρό κάποιου•
    гора с -ой не сдвинется, а человек с человеком свидится – βουνό με βουνό δε συναντιέται, όμως ο άνθρωπος με τον άνθρωπο συναντιέται παρμ. смерть не за горами, а за плечами παρμ. ο θάνατος δεν είναι μακριά, μπορεί να επέρθει από ώρα σε ώρα, από στιγμή σε στιγμή.

    Большой русско-греческий словарь > гора

  • 19 грош

    α.
    1. γρόσι.
    2. πλθ. -и, -ей λίγα χρήματα•

    это стоит -и αυτό κοστίζει φτηνά.

    3. πλθ. -и, -ей (διαλκ.) χρήματα.
    εκφρ.
    грош цена ή -а медного (ή ломаного) не стоит – τίποτε δεν αξίζει., είναι άχρηστο•
    ни -а (-а) нет; -а (-а) нет; (ни) -а за душой нет – καθόλου, διόλου, απολύτως τίποτε•
    в грош не ставить кого-что – θεωρώ για τίποτε, δεν λογαριάζω καθόλου, πεντάρα δε δίνω σημασία•
    ни за -(погибнуть, пропастьκ.τ.τ.) άδικα, μάταια, στα χαμένα, ανώφελα, τζάμπα•
    ни за грош нет – καθόλου, διόλου, ούτε σταλιά•
    быть без -а – είμαι απένταρος, αδέκαρος, άφραγκος.

    Большой русско-греческий словарь > грош

  • 20 христианский

    επ.
    χριστιανικός•

    -ая церковь χριστιανική εκκλησία•

    -ая религия χριστιανική θρησκεία•

    христианский мир οι χριστιανοί, ο χριστιανικός κόσμος.

    εκφρ.
    в христианский вид привести кого-что ή христианский вид придать – προσδίδω την αρμόζουσα (προσήκουσα) όψη•
    христианский социализм – χριστιανοσοσιαλισμός.

    Большой русско-греческий словарь > христианский

См. также в других словарях:

  • днём с огнём, илис фонарём, илине найти, илине сыскать кого, что — чаще неодобр. очень трудно, практически невозможно отыскать кого , что л. 1. По преданию, греческий философ киник Диоген (400 – 323 гг. до н. э.) расхаживал в толпе народа днем с зажженным фонарем в руках и на вопрос, что он ищет, отвечал:… …   Справочник по фразеологии

  • Махнуть рукой (на кого-что) — Махнуть (на кого что) рукой (иноск.) отступиться отъ кого, чего. Ср. Она на мужа давно махнула рукой! Она... давно считала его за дурака набитаго и безвозвратно падшаго нравственно. Писемскій. Мѣщане. 2, 9. Ср. Будь строгъ, но будь уменъ... Когда …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • иметь виды на кого-, что-л — (насчёт, относительно кого , чего л.) Рассчитывать на кого , что л. в каком л. отношении …   Словарь многих выражений

  • До кого что не доходило, тот того и не знает. — До кого что не доходило, тот того и не знает. См. ЗАБОТА ОПЫТ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • вырвать из сердца кого-, что-л — Вы/рвать из сердца (души) кого , что л. Заставить себя забыть …   Словарь многих выражений

  • навести критику на кого-что — Раскритиковать кого , что л …   Словарь многих выражений

  • раскрыть глаза кому-л. на кого-, что-л — Показать кого , что л. в истинном свете, дав кому л. возможность самому убедиться в этом …   Словарь многих выражений

  • как с гуся вода с кого, что — неодобр. кому либо что либо абсолютно безразлично, все нипочем; что либо решительно не действует на кого либо. Из за жировой смазки оперенья вода с гуся легко скатывается. Такое наблюдение переносилось в знахарские формулы, пословицы, поговорки …   Справочник по фразеологии

  • Что надо — НАДО 1, в знач. сказ., с неопр., кого что или чего. То же, что нужно (см. нужный в 3 и 4 знач.). Н. работать. Его беспокойство н. понять. Н. денег. Больше всех н. кому н. (о том, кто слишком активен, во всё вмешивается; разг. неодобр.). Так ему и …   Толковый словарь Ожегова

  • представлять, видеть кого-, что-л. в мрачном свете — Обращать внимание только на отрицательные, негативные стороны кого , чего л …   Словарь многих выражений

  • ЧТО — Ни с чего ни по что. Сиб. По непонятной причине. Верш. 4, 157. Чего нет у кого, где. Новг. Об изобилии, большом количестве и разнообразии чего л. НОС 12, 65. Быть ни в чём. Ворон. Болеть. СРНГ 21, 213. Вести ни в чём кого. Арх. С презрением,… …   Большой словарь русских поговорок

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»