-
1 σύγκειμαι
A lie together, τρεῖς ὁμοῦ ς. S.Aj. 1309, cf. Thphr. HP1.2.1; νεκρὸς μόνα τὰ ὀστᾶ κατὰ σχῆμα συγκείμενος having only the bones lying together in their places, Luc.Philops.31.II as [voice] Pass. of συντίθημι, to be composed or compounded, ;ἐκ στοιχείων Id.Tht. 201e
, cf. X.Cyn. 5.29;τὴν φύσιν ἡμῶν ἔκ τε τοῦ σώματος συγκεῖσθαι καὶ τῆς ψυχῆς Isoc.15.180
; χορὸς ἐξ ἀνθρώπων ς. X.Oec.8.3;μέλος ἐκ τριῶν σ., λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῦ Pl.R. 398d
, cf. Phd. 92a;δέον συγκεῖσθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ τυραννίδος Arist.Pol. 1266a1
; of quack-doctors,οἱ ἐξ [ἀδοξίης] συγκείμενοι Hp. Lex1
;ἐξ ὀνομάτων σ. ἄνθρωπος Aeschin.3.229
;ἐξ ἀσελγείας καὶ ὠμότητος ἔχων συγκειμένην τὴν ψυχήν Plu.Sull.13
; c. gen. only,ἅρμα ἵππων σ. τεττάρων Philostr. Im.1.17
; εἰς ἓν ς. compounded into one body, Pl.Phlb. 29d: in later Gr. c. gen., belong to,πολιτείας PMasp.20.15
(vi A.D.).2 of written compositions, to be composed, κτῆμα ἐς αἰεὶ.. ξύγκειται [ὁ λόγος] Th.1.22, cf. Pl.Hp.Ma. 286a; ποίημα ς. Id.Ly. 221d;λόγοι πρὸς Δημοσθένην αὐτῷ συγκείμενοι Aeschin.2.47
; συμφοραὶ ὑπὸ ποιητῶν συγκείμεναι misfortunes composed or invented by poets, Isoc.4.168; οὔπω σ. τέχνη περὶ αὐτῶν no art of Rhetoric has yet been put together, Arist. Rh. 1403b35, cf. 1402a17;ὁ μῦθος σ. ἐκ θαυμασίων Id.Metaph. 982b19
; also s.v. Μεθόδιος; of persons, τὴν γλῶτταν ξ. Philostr.VA4.36.3 to be contrived, concocted,τῇδε σ. δόλος E.Rh. 215
; πιστότερον ἢ ἀληθέστερον ς. Antipho 3.3.4;πάντα αὐτῷ σύγκειται καὶ μεμηχάνηται Lys.3.26
; τὰ ὑπὸ τῶν τριάκοντα πλασθέντα.., συγκείμενα ἐπὶ τῇ τῶν πολιτῶν βλάβῃ concocted, Id.12.48.4 τὴν οὐσίαν τὴν συγκειμένην composed of matter and form, Arist.Metaph. 1054b5; τὸ ς. complex, ib. 1051b4, 1076b18, cf.σύνθετος 1.2
.5 Math., to be the sum of..,ὁ κῶνος, ἐξ ἴσων συγκείμενος κύκλων Democr.155
;οἱ κύλινδροι ἐξ ὧν σύγκειται τὸ ἐγγραφὲν σχῆμα Archim.Con.Sph.21
, cf. Sph.Cyl.1.11, etc.; ὁσάκις σύγκειται ἁ ΓΔ γραμμὰ ἐν τᾷ ΑΔ as many times as the straight line ΓΔ is contained in ΑΔ, Id.Spir.1; also, to be a ratio compounded of two others, Euc.6.23, Apollon.Perg.Con.1.11, etc.III to be agreed on by two parties,σημεῖον ὃ ξυνέκειτο Th.4.111
;ταῦτα ἡμῖν οὕτω συγκείσθω Pl.Lg. 822c
; also : freq. in part., agreed on, arranged,ἡμέραι αἱ συγκείμεναι Hdt.3.157
; ὑστέρησαν ἡμέρῃ μιῇ τῆς ς. Id.6.89; φλογὸς σημεῖα τὰ ξ. Ar.Ec.6; ὁ σ. [χρόνος] the time agreed upon, Hdt.4.152;σ. χωρίον Id.8.128
, cf. 5.50; κατὰ τὰ ς. according to the terms of the agreement, Id.3.158, etc.; κατὰ τὰ σ. πρός τινα according to what had been agreed on with him, Id.6.14, cf. Arist.Pol. 1308a1; ἐκ τῶν ξ. Th.5.25; παρὰ τὰ ς. Luc.JTr.37;ἀπὸ ξ. λόγου Th.8.94
.2 impers. σύγκειται, it has been or is agreed on, : abs.,καθάπερ ξυνέκειτο Th.4.23
; ὥσπερ ς. X.HG5.1.10, cf. Pl.Cra. 433e, etc.;καθάπερ ἦν ξυγκείμενον Ar.Ec.61
; συγκειμένου σφι, c. inf., although they had agreed to.., Hdt.5.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύγκειμαι
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский