Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

1)+η+υποστήριξη+2)+(

  • 21 найти

    найду, найдёшь, παρλθ. χρ. нашёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. найденный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βρίσκω•

    найти клад βρίσκω θησαυρό•

    верное решение βρίσκω σωστή λύση•

    найти оправдание βρίσκω δικαιολογία•

    найти убежище βρίσκω καταφύγιο•

    его дома не нашли δεν τον βρήκαν στο σπίτι•

    найти удовольствие в чём-н. βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι•

    найти поддержку и уте-шние βρίσκω υποστήριξη και παρηγοριά.

    || ανακαλύπτω• επινοώ. || ανεβρίσκο, ξαναβρίσκω•

    наконец нашёл ключ επιτέλους βρήκα το κλειδί.

    2. θεωρώ, κρίνω•

    я нашёл его правым εγώ βρήκα ότι αυτός έχει δίκαιο найти кого-л. красивым βρίσκω κάποιον ότι είναι όμορφος•

    доктор нашл его здоровым ο γιατρός τον βρήκε υγιή.

    || κάνω εντύπωση, φαίνομαι•

    а как вы нашли его дочь? πως σας φάνηκε η θυγατέρα του; || παλ. καλοπιάνω, περιποιούμαι πετυχαίνω.

    εκφρ.
    найти себи – έχω επίγνωση του εαυτού μου, της κλίσης μου•
    найти смерть (могилу, конец) – βρίσκω το θάνατο, το τέλος.
    1. βρίσκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. потерянная книга -шлись το χαμένο βιβλίο βρέθηκε.
    2. είμαι, υπάρχω, έχω•

    не -тся ли у вас карандаша? δε σας βρίσκεται ένα μολύβι;•

    -тся, что делать θα βρεθεί τι να κάνω, θα βρεθεί δουλειά να κάνω.

    3. βρίσκω τρόπο, τα καταφέρω. || αντιλαμβάνομαι αμέσως.
    найду, найдшь, παρλθ. χρ. нашёл, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший
    ρ.σ.
    1. προσκρούω, πέφτω επάνω•

    найти на пень προσκρούω στο κούτσουρο•

    параход -шёл на мель το ατμόπλοιο εξόκειλε.

    2. συναντώ απρόοπτα, τρακάρω, πέφτω επάνω.
    3. καλύπτω, σκεπάζω•

    туча -шла на солнце σύννεφο σκέπασε τον ήλιο.

    4. (επ)έρχομαι, αρχίζω.
    5. κατέχομαι, κυριεύομαι, καταλαμβάνομαι, με πιάνει•

    -шла тоска μ' έπιασε θλίψη•

    -шёл испуг μ έπιασε φόβος•

    на него -шли припадки τον έπιασαν παροξυσμοί.

    6. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι, έρχομαι ομαδικά εισρέω•

    -ло много народу μαζεύτηκε πολύς κόσμος•

    к нам -шли гости μας ήρθαν μουσαφιρέοι•

    в лодку -шло много воды στη βάρκα μπήκε (εισέρευσε) πολύ νερό•

    дым -шёл в комнату καπνός μπήκε στο δωμάτιο•

    -шло в комнату дыму μπήκε στο δωμάτιο καπνός.

    || επιπίπτω, επέρχομαι, ενσκήπτω•

    -шёл шквал ενέσκηψε λαίλαπας.

    || υψώνομαι, σηκώνομαι•

    -шёл туман σηκώθηκε ομίχλη•

    -шли тучи σηκώθηκαν σύννεφα.

    Большой русско-греческий словарь > найти

  • 22 отстаивание

    ουδ.
    1. υπεράσπιση, προάσπιση•

    отстаивание свободы υπεράσπιση της λευτεριάς•, отстаивание своих прав υπεράσπιση των δικαιωμάτων μου.

    2. υποστήριξη•

    отстаивание своих взглядов υποστήριξητων απόψεων μου.

    ουδ.
    καθίζηση (υγρών).

    Большой русско-греческий словарь > отстаивание

  • 23 подкрепление

    ουδ.
    1. υποστήριξη, -μα.
    2. δυνάμωμα, ενίσχυση. || τόνωση. || το δυναμωτικό.
    3. (στρατ.) ενίσχυση•

    отправить -я на фронт στέλλω ενισχύσεις στο μέτωπο.

    Большой русско-греческий словарь > подкрепление

  • 24 подспорье

    ουδ.
    υποστήριξη, βοήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > подспорье

  • 25 помога

    θ. (παλ. κ, απ λ..) βοήθεια, συνδρομή• υποστήριξη.

    Большой русско-греческий словарь > помога

  • 26 помощь

    θ.
    βοήθεια• αρωγή• συνδρομή• υποστήριξη• συμπαράσταση•

    без посторонней -и χωρίς ξένη βοήθεια•

    оказать помощь βοηθώ, έρχομαι αρωγός•

    взаимная помощь αλληλοβοήθεια•

    звать на помощь καλώ σε βοήθεια•

    медицинская помощь ιατρική βοήθεια•

    скорая медицинская помощь η πρώτη ιατρική βοήθεια•

    с -ью ή при -и με τη βοήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > помощь

  • 27 протекция

    θ.
    προστασία, υποστήριξη• εύνοια,.

    Большой русско-греческий словарь > протекция

  • 28 серьёзный

    επ., βρ: -зен, -зна, -зно..
    1. σοβαρός•

    серьёзный человек σοβαρός άνθρωπος•

    с -ым видом με σοβαρό ύφος.

    2. αξιόλογος, σπουδαίος•

    серьёзный учный σπουδαίος επιστήμονας.

    || σημαντικός, άξιος προσοχής ή μελέτης•

    -ая болезнь σοβαρή ασθένεια•

    -ая ошибка σοβαρό λάθος•

    -противник σοβαρός αντίπαλος•

    -ое дело σοβαρή υπόθεση•

    -ые улики σοβαρές μαρτυρίες.

    || μεγάλος•

    -ые трудности σοβαρές δυσκολίες•

    -ая поддержка σοβαρή υποστήριξη.

    3. βαρύς, σκυθρωπός.

    Большой русско-греческий словарь > серьёзный

  • 29 широкий

    επ., βρ: -рок, -рока, -роко κ. -роко, πλθ. -роки κ. -роки; шире; широчайший.
    1. ευρύς, πλατύς, φαρδύς•

    -ая дорога πλατύς δρόμος•

    -ие брюки φαρδύ παντελόνι.

    || μεγάλος•

    широкий шаг μεγάλο βήμα•

    она перекрестилась -им крестом αυτή έκανε μεγάλο σταυρό.

    || εκτεταμένος•

    широкий военный фронт εκτεταμένο πολεμικό μέτωπο.

    2. μτφ. μεγάλου αριθμού ή διαστάσεων, έκτασης•

    -ое совещание πλατιάσύσκεψη•

    -ие массы οι πλατιές μάζες•

    в -их маштабах σε μεγάλη (ευρεία) κλίμακα•

    в -их размерах σε ευρείες διαστάσεις•

    -ие планы μεγάλα πλάνα•

    -ая популярность μεγάλη δημοτικότητα•

    широкий круг вопросов ευρύς κύκλος ζητημάτων•

    -ая поддержка πλατιά υποστήριξη.

    || πολυάριθμος•

    широкий читатель πολυάριθμοι αναγνώστες•

    широкий зритель πολυάρ ιθμοι θεατές.

    εκφρ.
    широкий экран – το σινεμασκόπ, ευρεία οθόνη•
    широкий звук (.γλωσ.) ανοιχτός ήχος (φθόγγος)•
    - им фронтом – παντού, σε πλατύ μέτωπο•
    на -ую руку ή ногуκ. παλ. -ой рукой πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•
    сделать широкий жест – κάνω ευγενική χειρονομία, αξιέπαινη πράξη.

    Большой русско-греческий словарь > широкий

См. также в других словарях:

  • υποστήριξη — η 1. η στήριξη αποκάτω, η στήριξη, η αντιστήριξη: Προσωρινή υποστήριξη της γέφυρας με ξύλινα δοκάρια. 2. μτφ., βοήθεια, προστασία, ενίσχυση, υπεράσπιση, συνηγορία: Σπουδάζει με την υποστήριξη του θείου του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποστήριξη — η / ὑποστήριξις, ίξεως, ΝΜ [ὑποστηρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποστηρίζω νεοελλ. μτφ. βοήθεια, ενίσχυση, υπεράσπιση …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»