-
81 включать
включ||атьнесов1. εἰσάγω, προσθέτω, συμπεριλαμβάνω, ἐνσωματώνω, καταχωρώ:\включать в список καταχωρώ στον κατάλογο· \включать в состав συμπεριλαμβάνω στό προσωπικό· \включать в число συμπεριλαμβάνω·2. тех. θέτω σέ κίνηση, βάζω μπρος:\включать ток δίνω ρεῦμα, συνδέω μέ τό ἡλεκτρικό ρεῦμα· \включать свет ἀνάβω, ἀνοίγω τό φώς· \включать радио ἀνοίγω τό ραδιόφωνο· ◊ \включатьая... συμπεριλαμβανομένου..,, συμπεριλαμβανομένων... -
82 включение
включ||ениес1. ἡ ἔνθεση [-ις], ἡ προσθήκη, ἡ ἐνσωμάτωση [-ις], ἡ καταχώ· ρηση [-ις]·2. тех. (механизма) ἡ σύνδεση, τό βάλσιμο σέ κίνηση, τό βάλσιμο μπρος μηχανής:\включение тока ἡ σύνδεση μέ τό ρεύμα. -
83 вращательный
вращательн||ыйприл περιστροφικός, κυκλικός:\вращательныйое движение ἡ περιστροφική κίνηση. -
84 всколыхнуть
всколыхнутьсов1. ἀναταράζω, σαλεύω, σείω, ἀνακινώ·2. перен βάζω σέ κίνηση, ξεσηκώνω, διεγείρω. -
85 выступление
выступлени||ес1. (публичное.) ἡ ἀγό-ρευση [-ις], ὁ λόγος, ἡ ὁμιλία (речь)/ ἡ ἐμφάνιση ἐπί τής σκηνής, ἡ παράσταση, ἡ ἐκτέλεσις (на сцене)·2. воен. ἡ ἐκ-κίνηση [-ις], ἡ ἀπέλευσις:приказ о \выступлениеи ἡ διαταγή πορείας (или ἐκκίνησης). -
86 гамбит
гамбитм шахм. ἀρχική κίνηση στό σκάκι. -
87 грузооборот
грузооборотм ἡ κίνηση τῶν φορτίων. -
88 грузооборотпоток
грузооборот||потокм эк. ἡ κίνηση των φορτίων. -
89 двигать
двигатьнесов1. κουνώ, κινῶ/ βάζω σέ κίνηση (приводить в движение)! μετακινώ (переставлять)! σπρώχνω (подталкивать)·2. (шевелить) σαλεύω, κουνώ·3. перен (содействовать развитию) προωθώ· ◊ им движет чу́вство сострадания ὠθείται (или κινείται) ἀπό αίσθημα οίκτου. -
90 двигаться
двигать||ся1. (передвигаться) κουνιέμαι, μετακινούμαι, βρίσκομαι σέ κίνηση (быть в движении)! πορεύομαι, κατευθύνομαι (направляться):\двигатьсяся вперед προχωρώ, προωθοῦμαι·2. (шевелиться) σαλεύω, κουνιέμαι:не двигайся! μήν κουνηθεΐς!·3. (по службе) προοδεύω, ἐπιτυγχάνω, προκόβω. -
91 динамика
динамикаж1. физ. ἡ δυναμική·2. перен ἡ δυναμική κίνηση. -
92 железнодорожный
железнодорожн||ыйприл σιδηροδρομικός:\железнодорожныйое полотно, \железнодорожныйая линия ἡ σιδηροδρομική γραμμή· \железнодорожныйая ветка ἡ διακλάδωση σιδηροδρόμου· \железнодорожныйая сеть τό σιδηροδρομικό δίχτυ, τό σιδηροδρομικόν δίκτυον \железнодорожныйый узел ὁ σιδηροδρομικός κόμβος· \железнодорожныйый транспорт ὁϊ σιδηροδρομικές μεταφορές, οἱ σιδηρόδρομοι· \железнодорожныйый билет τό εἰσιτήριο τοῦ σιδηροδρόμου· \железнодорожныйое движение ἡ κίνηση τών σιδηροδρόμων. -
93 задний
задн||ийприл ὁπίσθιος, πισινός:\заднийие ноги τά πισινά πόδια· \заднийяя часть (туши) τό μπούτι· на \заднийем плане σέ δεύτερη γραμμή, σέ δεύτερη μοίρα· \задний ход тех. τό ὀπισθεν, ἡ κίνηση προς τά πίσω· \задний проход анат. ὁ πρωκτός· ◊ \заднийяя мысль ἡ ὑστεροβουλία· \заднийим умом крепок στερνή μου γνώση νά σ' είχα πρώτα· быть без \заднийих ног разг μου κόβονται τά πόδια ἀπό τήν κούραση· пометить \заднийим числом βάζω παληότερη ἡμερομηνία· подумать \заднийим числом σκέφτομαι κάτι κατόπιν ἐορτής· ходить (стоять) на \заднийих лапках перед кем-л. στέκομαι σούζα μπροστά σέ κάποιον. -
94 заработать
заработать Iсов см. зарабатывать.заработать IIсое. (начать работать) ἀρχίζω νά δουλεύω, μπαίνω σέ κίνηση:мото́р \заработатьл ἡ μηχανή πήρε μπρος. -
95 идти
идтинесов1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):\идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·3. (приближаться):поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·7. (о времени) περνώ:дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:\идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·10. (находить сбыт) πουλιέμαι:товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει! -
96 кампания
кампанияж1. воен. ἡ ἐκστρατεία, ὁ πόλεμος·2. (общественная) ἡ καμπάνια:избирательная \кампания ἡ προεκλογική καμπάνια (или κίνηση)· посевная \кампания ἡ καμπάνια τῆς σποράς· уборочная \кампания ἡ ἐξόρμηση τῆς συγκομιδής. -
97 кивать
киватьнесов1. (кому-л. в знак приветствия) γνέφω, χαιρετώ (μέ τό κεφάλι), χαιρετίζω μέ κίνηση τοῦ κεφαλιοῦ·2. (в знак согласия) κατανεύω·3. (на кого-либо, на что-л.) γνέφω (δείχνοντας κάποιον, κάτι). -
98 колебательный
колеба||тельныйприл физ. παλμικός, δονητικός:\колебательныйтельное движение ἡ παλμική κίνηση. -
99 маневр
маневрм1. воен.Ь ἐλιγμός, ἡ κίνηση / τό στρατήγημα (военная хитрость):обходный \маневр ἡ ὑπερφαλάγγιση [-ις]·2. перен τό τέχνασμα, ἡ μανούβρα:опасный \маневр» ἡ ἐπικίνδυνη μανούβρα· удач· ый \маневр τό πετυχημένο τέχνασμα· 3.:\маневры воен. τά γυμνάσια/ ж.-д. οἱ μανούβρες. -
100 неловкий
нело́в||кийприл1. (неуклюжий) ἀδέξιος, ἀνεπιτήδειος:\неловкийкое движение ἡ ἀδέξια κίνηση·2. (неудобный) ἀβολος:\неловкийкая по́за ἡ ἀβολη πόζα (или στάση)·3. (неискусный) ἀποτυχημένος, ἀτυχής·4. (за-труднительный, неприятный) δυσχερής, δύσκολος:я оказался в \неловкийком положении βρέθηκα σέ δύσκολη θέση.
См. также в других словарях:
κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… … Dictionary of Greek
κίνηση — η 1. η μεταβολή θέσης, κίνημα, σάλεμα: Έκανε μια αντανακλαστική κίνηση. 2. ο τρόπος κατά τον οποίο κινείται κάτι: Η χορεύτρια έκανε χαριτωμένες κινήσεις. 3. κυκλοφορία τροχοφόρων, πεζών κ.ά.: Υπάρχει μεγάλη κίνηση στο δρόμο αυτό. 4. δράση,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κίνηση Χάιμλιχ — (Heimlich). Επείγουσα διαδικασία για να εκβληθεί ένα ξένο σώμα το οποίο φράσσει την αναπνευστική οδό ενός ατόμου και να αποκατασταθεί η αναπνοή. Η κίνηση προκαλεί τεχνητό βήχα, με την οποία ο παθών μπορεί να αποβάλει το αντικείμενο που φράσσει… … Dictionary of Greek
αρμονική κίνηση — Κίνηση ενός υποκειμένου σε ελαστική δύναμη σημείου γύρω από το σημείο ισορροπίας του. Η α.κ. μπορεί να οριστεί ακόμα και ως κίνηση που εκτελεί στη διάμετρο ενός κύκλου η προβολή ενός σημείου, το οποίο κινείται ομαλά στην περιφέρειά του. Πρόκειται … Dictionary of Greek
κινήση — κῑνήση , κίνησις motion fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινήσῃ — κῑνήσηι , κίνησις motion fem dat sg (epic) κῑνήσῃ , κινέω set in motion aor subj mid 2nd sg κῑνήσῃ , κινέω set in motion aor subj act 3rd sg κῑνήσῃ , κινέω set in motion fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μπράουν, κίνηση του- — Αδιάκοπη και άτακτη κίνηση λεπτότατων, αλλά ορατών στο μικροσκόπιο, σωματιδίων, που αιωρούνται σε ένα υγρό· η ονομασία προέρχεται από τον Σκοτσέζο βοτανολόγο Ρόμπερτ Μπράουν (1773 1858), ο οποίος παρατήρησε για πρώτη φορά την κίνηση αυτή το 1827 … Dictionary of Greek
οπισθοδρόμηση — Κίνηση προς τα πίσω, που εκτελεί ένα οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο. Η κίνηση αυτή οφείλεται στην ενέργεια των αέριων εκπυρσοκρότησης, που, εκτός από την εκτόξευση του βλήματος, ασκούν και μια αξονική πίεση στο κλείστρο του όπλου· αντίθετα με ό,τι… … Dictionary of Greek
οικουμενισμός — Κίνηση στους κόλπους των χριστιανικών Εκκλησιών που τείνει προς μια κοινή συνεννόηση στο πεδίο της πίστης, της διδασκαλίας και της δογματικής. Η κίνηση αυτή προήλθε από τους προτεστάντες, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια διεθνής οργάνωση στις… … Dictionary of Greek
κλόνηση — Κίνηση του άξονα της Γης, που εκδηλώνεται ως μία από τις συνέπειες της έλξης της Σελήνης. Όπως η κίνηση της μετάπτωσης των ισημεριών έχει ως συνέπεια τη μετάθεση της τομής του ισημερινού με την εκλειπτική κατά την ανάδρομη φορά, σε περίοδο… … Dictionary of Greek
έκταση — Κίνηση άρθρωσης, κατά την οποία δύο γειτονικά οστά ευθυγραμμίζονται σε σχέση το ένα με το άλλο. Η αντίθετη κίνηση είναι η κάμψη. * * * η (AM ἔκτασις) 1. άπλωμα, τέντωμα («έκταση τών χειρών») 2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότητα («έκταση… … Dictionary of Greek