Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

1)+βράδυ

  • 61 поболеть

    ρ.σ.
    1. αρρωσταίνω, ασθενώ.
    2. ανησυχώ, φροντίζω, πονώ, ενδιαφέρομαι.
    -лит
    ρ.σ.
    πονώ (για ένα χρ. διάστημα)•

    голова -ла с утра, а к вечеру прошла το κεφάλι μου πόνεσε από το πρωί, όμως κατά το βράδυ μου πέρασε.

    Большой русско-греческий словарь > поболеть

  • 62 повечеру

    επίρ. παλ. το βράδυ, το εσπέρας, βραδιάζοντας.

    Большой русско-греческий словарь > повечеру

  • 63 под

    α.
    βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.
    κ. подо (πρόθεση).
    I.
    Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).
    1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•

    поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•

    ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.

    2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•

    он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•

    под арест υπό κράτηση•

    под угрозу υπο ή με την απειλή•

    отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•

    отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.

    3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.

    4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•

    под воскреснье κατά την Κυριακή•

    под праздник κοντά τη γιορτή•

    под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•

    под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•

    -вечер κατά το βράδυ•

    под утро κατά το πρωί•

    ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).

    5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•

    под шум κάτω από τον θόρυβο•

    под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•

    петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.

    6. (προορισμό)• για•

    бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•

    склад под овощи αποθήκη λαχανικών.

    7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•

    под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•

    под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.

    || (για όργανο, εργαλείο)• με•

    остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.

    8. με, επί•

    выдать под расписку δίνω με υπογραφή•

    под честное слово με λόγο τιμής.

    II.
    Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).
    1. κάτω απο•

    стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•

    сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•

    под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).

    || (για επίδραση) κάτω απο•

    под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.

    2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•

    под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•

    под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

    || με•

    под замком με κλειδωνιά•

    под ключом με το κλειδί.

    3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•

    под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•

    под тяжестью λόγω της βαρύτητας.

    4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•

    битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.

    5. (προορισμό)• για•

    банка под вареньем βάζο για γλυκό•

    склад под овощами αποθήκη λαχανικών•

    поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.

    6. με, υπό•

    судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•

    под псевдонимом με το ψευδώνυμο•

    под именем με το όνομα•

    под названием με την ονομασία.

    || με•

    под соусом με σάλτσα.

    || με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•

    я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > под

  • 64 поздно

    1. επίρ. αργά•

    поздно вечером αργά το βράδυ•

    поздно ночью αργά τη νύχτα.

    2. ως κατήγ. είναι αργά•

    уж поздно είναι πια αργά.

    Большой русско-греческий словарь > поздно

  • 65 ползти

    ползу, ползшь, παρλθ. χρ. полз
    -ла, -ло
    ρ.δ.
    1. έρπω, ερπύζω, σέρνομαι με την κοιλιά•

    червь ползт по земле το σκουλήκι σέρνεται στη γη•

    ползти вверх ανέρπω•

    ползти вокруг περιέρπω.

    2. μτφ. αργοκινούμαι, βραδυ-κινούμαι. || μεταδίνομαι αργά (για ήχους). || ρέω, χύνομαι, αργά.
    3. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω• περιελίσσομαι.
    4. ελίσσομαι, βαίνω ο-φιοειδώς (για δρόμο κ.τ.τ.).
    5. (για χρόνο)• περνώ, διαβαίνω αργά.
    6. ξεφλουδίζομαι, απολεπίζομαι, βγαίνω, πέφτω. || πέφτω, ξεκόβομαι βαθμιαία• κατολισθαίνω•

    берег -зт η όχθη (ακτή) ξεκόβεται από λίγο-λίγο;

    7. ξεφτίζομαι. || χύνομαι από το φούσκωμα•

    тсто -зт из квашни το ζυμάρι χύνεται από το δοχείο.

    || (για βρέφη) μπουσουλώ, -ιζω.

    Большой русско-греческий словарь > ползти

  • 66 пробрюзжать

    -зжу, -зжишь
    ρ.σ. μουρμουρίζω•

    он -ал весь вечер αυτός μουρμούρισε όλη το βράδυ.

    Большой русско-греческий словарь > пробрюзжать

  • 67 пробурчать

    ρ.σ. μουρμουρίζω•

    старик -ал весь вечер ο γέρος μουρμούρισε όλο το βράδυ.

    || γουργουλίζω•

    в живоше -ло η κοιλιά γουργούρισε.

    Большой русско-греческий словарь > пробурчать

  • 68 провязать

    ρ.σ. πλέκω (ένα χρον. διάστημα)•

    Большой русско-греческий словарь > провязать

  • 69 проглотить

    -лочу, -лотишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проглоченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταπίνω•

    проглотить лекарство καταπίνω το φάρμακο.

    2. μτφ. πιστεύω αφελώς ή ανέχομαι κάτιαδιαμαρτύρητα: проглотить оскорбление ανέχομαι την προσβολή. || μτφ. συγκρατώ, δε φανερώνω, καταπνίγω•

    проглотить волнение δε φανερώνω την ταραχή.

    3. μτφ. δεν εκφέρω•

    проглотить слово καταπίνω τη λέξη.

    4. μτφ. καταβροχθίζω, διαβάζω γρήγορα.• я проглотитьил за вечер книгу για ένα βράδυ διάβασα ένα βιβλίο.
    εκφρ.
    проглотить язык – καταπίνω ή δαγκώνω τη γλώσσα (δέχομαι αδιαμαρτύρητα, το βουλώνω)•
    язык -тишь – να γλείφεις και τα δάχτυλα (από τη νοστιμάδα).

    Большой русско-греческий словарь > проглотить

  • 70 прогорланить

    ρ.σ. (απλ.) ξεφωνίζω, ξελα-ρυγγίζομαι• λαλώ δυνατά καθώς και με σημ. ενός χρον. διαστήματος•

    он -ил весь вечер αυτός ξελαρυγγίστηκε φωνάζοντας όλο το βράδυ.

    Большой русско-греческий словарь > прогорланить

  • 71 прогрустить

    ρ.σ. θλίβομαι (για ένα,χΡ°ν• διάστημα)•

    прогрустить весь вечер θλίβομαι όλο το βράδυ.

    Большой русско-греческий словарь > прогрустить

  • 72 прозевать

    ρ.σ.
    1. μ. χάνω, αφήνω να μου διαφύγει•

    прозевать удобный момент, случай αφήνω να μου διαφύγει η κατάλληλη στιγμή, περίπτωση•

    прозевать поезд χάνω το τρένο.

    || παραβλέπω, παρορώ, αφήνω απαρατήρητο, μου διαφεύγει την προσοχή.
    2. μασώ (για ένα χρον. διάστημα), она -ла весь вечер αυτή μάσησε όλο το βράδυ.

    Большой русско-греческий словарь > прозевать

  • 73 пропрясть

    ρ.σ. πλέκω (για ένα χρον. διάστημα)•

    пропрясть весь вечер γνέθω όλο το βράδυ.

    Большой русско-греческий словарь > пропрясть

  • 74 проронить

    -роню, -ронишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пророненный, βρ: -нен, -а, -о
    κ. пророненный, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. λέγω, προφέρω, εκφέρω, εκστομιζω•

    за весь вечер он не -ил ни слова όλο το βράδυ δεν έβγαλε μιλιά (ούτε μια λέξη).

    2. παρακούω, αφήνω να μου διαφύγει (την ακοή).
    (διαλκ.) χάνω.
    εκφρ.
    не проронить слёзы; не проронить (ни) слезинки – δε χύνω δάκρυα.• δε χύνω (ούτε) ένα δακράκι.

    Большой русско-греческий словарь > проронить

  • 75 проскучать

    ρ.σ.
    ανιώ, πλήττω (για ένα χρον. διάστημα)•

    весь вечер она -ла όλο το βράδυ αυτή είχε βαριεστιμάρα (έπληττε).

    Большой русско-греческий словарь > проскучать

  • 76 простирать

    ρ.δ.
    βλ. простеречь.
    ρ.δ. μ.
    1. πλύνω.
    2. πλύνω (για ένα χρον. διάστημα)•

    она -ла весь вечер αυτή έπλυνε όλο το βράδυ.

    πλύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > простирать

  • 77 проучить

    -учу, -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τιμωρώ, μαθαίνω, δείχνω, συμμορφώνω•

    я его -чу θα του δείξω εγώ, θα τον•μάθω εγώ, θα τον συμμορφώσω εγώ.

    2. μαθαίνω (για ένα χρον. διάστημα)•

    проучить уроки весь вечер μελετώ τα μαθήματα όλο το βράδυ.

    μαθαίνω, σπουδάζω1 (για ένα χρον. διάστημα)•

    он -йлсявшко-ле шесть лет αυτός πήγε στο σχολείο έξι χρόνια.

    Большой русско-греческий словарь > проучить

  • 78 работать

    ρ.δ.
    1. εργάζομαι, δουλεύω•

    работать в поле εργάζομαι στο χωράφι•

    работать на заводе εργάζομαι στο εργοστάσιο•

    работать сверхурочно εργάζομαι υπερωρία•

    работать в колхозе εργάζομαι στο κολχόζ•

    работать днм и ночью εργάζομαι μέρα και νύχτα•

    работать лопатой, молотком δουλεύω με το φτυάρι, με το σφυρί.

    2. εκτελώ μια ειδική εργασία•

    работать бухгалтером εργάζομαι λογιστής•

    -электриком εργάζομαι ηλεκτρολόγος•

    я работаю токарем εγώ εργάζομαι τορναδόρος.

    3. λειτουργώ•

    часы работают хорошо το ρολόγι δουλεύει καλά•

    мотор плохо -ет το μοτέρ δε δουλεύει καλά•

    моё сердце хорошо -ет η καρδιά μου καλά δουλεύει.

    || είμαι ανοιχτός•

    библиотека -ет до девяти часов вечера η βιβλιοθήκη είναι ανοιχτή (λειτουργεί) ως τις ενιά το βράδυ.

    4. φτιάχνω•

    работать сапоги φτιάχνω μπότες.

    εκφρ.
    работать над собой – τελειοποιούμαι, ολοκληρώνομαι.
    1. δουλεύω κανονικά, ρέγουλα.
    2. φτιάχνομαι, γίνομαι, κατασκευάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > работать

  • 79 разъяснить

    -нит ρ. απρόσ. (απλ.) αιθριάζω, ξαστερώνω•

    к вечеру -ло κατά το βράδυ ξαστέρωσε.

    -ню -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разъяснённый, βρ:- -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    διασαφηνίζω, διευκρινίζω, διαλευκαίνω, ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω-
    επεξηγώ.
    διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > разъяснить

  • 80 рано

    επίρ.
    και ως κατηγ. (ε)νωρίς• πρόωρα•

    рано вечером νωρίς το βράδυ•

    ещё рано είναι ακόμα νωρίς•

    я всегда встаю рано εγώ πάντοτε σηκώνομαι νωρίς (το πρωί)•

    он рано умер αυτός πέθανε πρόωρα.

    εκφρ.
    рано или поздно – (απλ.) αργά ή γρήγορα (κάποτε)•
    раным— – πολύ-πολύ νωρίς (το πρωί).

    Большой русско-греческий словарь > рано

См. также в других словарях:

  • βράδυ — το και βράδι και βραδί (Μ βράδυ και βραδίν) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση του ηλίου ως τον ερχομό της νύχτας, η περίοδος του λυκόφωτος νεοελλ. φρ. α) «πρωί βράδι» διαρκώς β) «άλλα λένε το βραδί κι άλλα κάνουν το ταχύ» ή «άλλα το πρωί κι άλλα …   Dictionary of Greek

  • βράδυ — το 1. η ώρα από τη δύση του ήλιου ως τη νύχτα: Δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ. 2. το σκοτάδι της νύχτας: Μας έπιασε το βράδυ κι ακόμη δεν τελειώσαμε τη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραδυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Α΄ συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την αργή, βραδεία κίνηση. Πρβλ. βραδυκίνητος, βραδυπλοώ αρχ. βραδυβάμων, βραδύπους, βραδυσκελής νεοελλ. βραδύπλους 2. Αυτό που γίνεται ή …   Dictionary of Greek

  • βραδύ — βραδύς slow masc voc sg βραδύς slow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνηι — βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj mid 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj act 3rd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres ind mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνῃ — βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj mid 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj act 3rd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres ind mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βράδυν' — βράδῡνε , βραδύνω make slow pres imperat act 2nd sg βράδῡναι , βραδύνω make slow aor imperat mid 2nd sg βράδῡνα , βραδύνω make slow aor ind act 1st sg (homeric ionic) βράδῡνε , βραδύνω make slow aor ind act 3rd sg (homeric ionic) βράδῡνε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνετε — βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow aor subj act 2nd pl (epic) βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow pres imperat act 2nd pl βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow pres ind act 2nd pl βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνω — βραδύ̱νω , βραδύνω make slow aor subj act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow pres subj act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow pres ind act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνει — βραδύ̱νει , βραδύνω make slow aor subj act 3rd sg (epic) βραδύ̱νει , βραδύνω make slow pres ind mp 2nd sg βραδύ̱νει , βραδύνω make slow pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνομεν — βραδύ̱νομεν , βραδύνω make slow aor subj act 1st pl (epic) βραδύ̱νομεν , βραδύνω make slow pres ind act 1st pl βραδύ̱νομεν , βραδύνω make slow imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»