-
21 отражать
[ατραζάτ'] ρ. αντανακλώ -
22 отражать
[ατραζάτ'] ρ αντανακλώ -
23 отблёскивать
ρ.δ. αντανακλώ, αντιφέγγω, αντ ιλάμπω. -
24 отливать
ρ.δ.1. βλ. отлить.2. έχω απόχρωση, διαχέομαι• ιριδίζω, αντανακλώ.1. βλ. отлиться.2. βλ. ρ. ενεργ. φ. -
25 отразить
-ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отраженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ.1. αποκρούω απωθώ•отразить удар αποκρούω χτύπημα.
|| μτφ. αντικρούω ανασκευάζω•отразить обвинений αντικρούω τις κατηγορίες.
2. αντανακλώ, αντικατοπτρίζω. || αντηχώ, απηχώ.3. μτφ. απεικονίζω•отразить жизнь в романе απεικονίζω τη ζωή στο μυθιστόρημα.
1. παρακάμπτω, αντιπαρέρχομαι.2. αντανακλώμαι, αντικατοπτρίζομαι.3. μτφ. απεικονίζομαι, καθρεφτίζομαι, φαίνομαι, διακρίνομαι•в глазах его -лся испуг στα μάτια του διακρίνονταν ο φόβος•
на лице е -лась радость στο πρόσωπο της φαινόταν η χαρά.
4. επιδρώ, επενεργώ, επηρεάζω. -
26 отсвечивать
ρ.δ.1. αντανακλώ φως, αντιλάμπω ανταυγάζω• γυαλίζω.2. αντανακλώμαι, αντικατοπτρίζομαι• καθρεφτίζομαι.βλ. ρ. ενεργ. φ. (2 σημ.). -
27 refléter
1) αντανακλώ2) καθρεφτίζω -
28 reflect
1) αντανακλώ2) αντικατοπτρίζω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αντανακλώ — αντανακλώ, αντανάκλασα βλ. πίν. 71 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντανακλώ — (Α ἀντανακλῶ, άω) (για φως ή για ήχο) κάνω να επιστρέψει πίσω κάτι που προσκρούει επάνω μου νεοελλ. (αμτβ.) 1. επιστρέφω προς τα πίσω αφού προσκρούσω κάπου 2. μτφ. (για ενέργεια ή κατάσταση) έχω έμεση επίδραση ή επίπτωση κάπου … Dictionary of Greek
αντανακλώ — ασα, άστηκα, ασμένος 1. κάνω κάτι που έπεσε πάνω μου (κυρίως φως ή ήχο) να γυρίσει πίσω: Η επιφάνεια του ήσυχου νερού αντανακλά το φως. 2. έχω αντίχτυπο: Η διαγωγή του αντανακλούσε σ ολόκληρη την οικογένειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
ανακλώ — ( άω) (Α ἀνακλῶ) νεοελλ. ρίχνω προς τα πίσω, μεταστρέφω την κατεύθυνση, αντανακλώ (κυρ. για φωτεινές ακτίνες ή ηχητικά κύματα) αρχ. Ι. ενεργ. 1. λυγίζω προς τα πίσω, κάμπτω 2. σύρω προς τα επάνω και αναστρέφω 3. (για μπάλα) αναπηδώ ΙΙ. (παθ.… … Dictionary of Greek
ανακυλίνδω — ἀνακυλίνδω (Α) αντανακλώ (όρος τής ανατομίας στον Γαληνό) … Dictionary of Greek
αντιστίλβω — ἀντιστίλβω (Α) αντανακλώ λάμψη … Dictionary of Greek
αντιφέγγω — κ. φεγγιζω (Μ ἀντιφέγγω) φέγγω από απέναντι, αντανακλώ φως, λάμπω … Dictionary of Greek