-
1 повернуться
γυρίζω, στρέφομαι -
2 повернуть
повернуть в рази. знач. γ υρίζω· στρίβω, στρέφω (изменить направление)" \повернутьключ γυρίζω το κλειδί· \повернуть назад γυρίζω πίσω· \повернуть за угол στρίβω τη γωνία \повернуться γυρίζω, στρέφομαι* * *в разн. знач.γυρίζω; στρίβω, στρέφω ( изменить направление)поверну́ть ключ — γυρίζω το κλειδί
поверну́ть наза́д — γυρίζω πίσω
поверну́ть за́ угол — στρίβω τη γωνία
-
3 поворачиваться
см. повернуться -
4 кругом
кругом1. нареч ὀλογυρα, γύρω, τριγύρω, πέριξ:повернуться \кругом κάνω μεταβολή· направо \кругом! воен. κλίνατε ἐπί δεξιά!·2. нареч (вокруг, со всех сторон) γύρω, ὁλόγυρα:\кругом все ти́хо γύρω εἶναι ἡσυχία·3. нареч (полностью) ὀλοτελα, ὀλοτελώς:\кругом виноват σέ ὀλα φταίω·4. предлог (вокруг чего-л.) γύρω ἀπό. -
5 кругом
επίρ.1. γύρω, ολόγυρα, τριγύρω, ολοτρόγυρα.2. ολοκληρωτικά, όλως• παντού•вы кругом виноваты για όλα φταίτε εσείς•
кругом в долгих παντού (σ όλους) χρεώστης•
я кругом прав έχω σ όλα δίκαιο•
кругом обманут όλοι με απατούν.
3. πρόθ. περί, πέριξ, γύρω, ολόγυρα.- дома γύρω από το σπίτι.εκφρ.-! – μεταβολή! (παράγγελμα)•повернуться кругом – κάνω μεταβολή•налево -! – κλίνατ επ αριστερά! (παράγγελμα). -
6 лицо
-а, πλθ. лица ουδ.1. πρόσωπο•черты -а τα χαρακτηριστικά του προσώπου•
круглое лицо στρογγυλό πρόσωπο•
угрюмое лицо σκυθρωπό πρόσωπο•
раскрасневшееся лицо κατακόκκινο πρόσωπο•
выражение -а έκφραση του προσώπου.
2. μτφ. μορφή ατομική, ιδιότητα•профессиональное лицо работника η επαγγελματική μορφή του εργατούπαλλήλου.
3. άτομο, άνθρωπος•соревнование между -ами άμιλλα μεταξύ ατόμων•
историческое лицо ιστορικό πρόσωπο•
официальное лицо επίσημο πρόσωπο.
|| φυσιογνωμία•романическое лицо ρωμαντική φυσιογνωμία.
4. η όρθα (υφάσματος), η καλή μεριά ή όψη•гладить материю с -а σιδερώνω το ύφασμα από την όρθα.
|| πρόσοψη κτιρίου.5. (γραμμ.) το πρόσωπο•глагол в форме третьего -а ρήμα τρίτου προσώπου.
εκφρ.в лицо (говорить, бранить) – κατά πρόσωπο (κατάμουτρα) λέγω, βρίζω•в - – στο πρόσωπο•от -а – εξ ονόματος, από μέρους•перед -ом – μπροστά, ενώπιον•- ом к – με το πρόσωπο (εστραμμένο) προς•- ом к -у – ο ένας απέναντι στον άλλον (αντίκρυ)•юридическое лицо – νομικό πρόσωπο (για ίδρυμα, οργάνωση κλπ.)• на одно лицо το ίδιο, πανομοιότυπο•- а (живого) нет – κατάχλωμος, σαν νεκρός•повернуться ή встать -ом к – κάνω (δίνω) το παν για τη λύση ενός ζητήματος•показать товар с -а – δείχνω το εμπόρευμα από την καλή όψη•- ом в грязь не ударить – βγαίνω καθαρός (χωρίς γάνες ή μουτζούρες)•знать в лицо кого – γνωρίζω κάποιον εξ όψεως ή από τη φυσιογνωμία•смотреть ή глядеть в лицо чему – αντιμετωπίζω τι θαρραλέα, άφοβα•к -у – ταιριάζει, πηγαίνει•не к -у – δεν ταιριάζει, δεν πηγαίνει•с каким -ом явиться ή показаться – με τί πρόσωπο (μούτρα) να βγω, να εμφανιστώ•не взирая на -а – αδιακρίτως προσώπων•в лицо опасности – μπροστά στον κίνδυνο•он показал своё настоящее лицо – αυτός έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο•главное действующее лицо – ο πρωταγωνιστής•важное лицо – σοβαρό πρόσωπο•сделать кислое лицо – ξινίζομαΐι, μορφάζω. -
7 повернуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поврнутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.στρίβω, στρέφω, γυρίζω•повернуть ключ в замке γυρίζω το κλειδί στην κλείδωνιά•
-ни налево στρίψε αριστερά•
-ни назад γύρισε πίσω•
колесо στρέφω τον τροχό•
повернуть внимание μτφ. στρέφω την προσοχή•
повернуть разговор μτφ. γυρίζω αλλού την κουβέντα.
στρέφομαι, στρίβω, γυρίζω•ключ -лся в замке το κλειδί έστριψε στην κλείδωνιά•
он -лся лицом ко мне αυτός έστρεψε το πρόσωπο κατ. εμένα.
|| αλλάζω κατεύθυνση•дело -лось совсем иначе η υπόθεση πήρε τελείως διαφορετική τροπή.
εκφρ.язык -лся у кого – τόλμησε κάποιος να μιλήσει, λύθηκε η γλώσσα κάποιου. -
8 поворотить
-
9 рука
-и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.1. το χέρι•правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•
поднять -и σηκώνω τα χέρια•
опустить -и κατεβάζω τα χέρια•
брать в -у παίρνω στο χέρι•
взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•
скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•
вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•
протянуть -у τεντώνω το χέρι•
подать -у δίνω το χέρι•
умелые -и προκομμένα χέρια.
|| η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.
2. γραφικός χαρακτήρας•это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•
это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.
|| υπογραφή (ιδιόχειρη)•подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.
3. πλθ. -и εργάτες•не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.
|| άνθρωποι, άτομα•я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.
|| μτφ. ισχυρός, δυνατός•властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.
|| βοηθός, προστάτης.4. παλ. συμφωνία γάμου•отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•
он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).
5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.
6. κατηγορία, τάξη•мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•
7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•
под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.
εκφρ.в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•на -у кому – προς όφελος κάποιου•на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•под -сж) – παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•-ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•рука в -у – παλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•-и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•-и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•- и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•- и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•- и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•- ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•- ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•- ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•-и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας. -
10 спина
-ы, αιτ. спину, πλθ. спины θ. Η ράχη του σώματος, τα νώτα, η πλάτη•согнуть спинау λυγίζω τη ράχη•
взвалить ношу в -у ρίχνω το φορτίο στη ράχη.
εκφρ.за -ой остаться – μένω πίσω (υστερώ)•за -ой у кого делать – κάνω κάτι πίσω•сото – τις πλάτες κάποιου (κρυφά από κάποιον)•не разгибая спинаы работать – εργάζομαι χωρίς να σηκώσω κεφάλι•на собственной -е испытывать – δοκιμάζω στην καμπούρα μου, στο τομάρι μου•повернуть спинау к кому-чему ή повернуться -ой к кому-чему – γυρίζω τις πλάτες (τα νώτα) σε κάποιον, σε κάτι• δε δίνω προσοχή, σημασία•прятаться за чью -у – αποφεύγω προφασιζόμενος•жить (сидеть, быть) за чьей -ой – έχω τη βοήθεια ή προστασία κάποιου•выезжать ή ездить на чьей -е – χρησιμοποιώ κάποιον για επιτυχία του σκοπού μου•нож в -у кому – πισόπλατο χτύπημα σε κάποιον.
См. также в других словарях:
повернуться негде — иголку некуда воткнуть, плюнуть некуда, ни стать ни сесть, ступить негде, набито как сельдей в бочке, шагу ступить некуда, плюнуть негде, дыхнуть негде, не повернуться, не протолкнуться, пушкой не пробьешь, теснота, давка, скученность, ступить… … Словарь синонимов
повернуться — поворотиться, обернуться, оборотиться, обратиться Словарь русских синонимов. повернуться обернуться, обратиться; оборотиться, поворотиться (прост.) Словарь синонимов русского языка. Практический справочник. М.: Русский язык. З. Е. Александрова.… … Словарь синонимов
ПОВЕРНУТЬСЯ — ПОВЕРНУТЬСЯ, повернусь, повернёшься, совер. (к повертываться и к поворачиваться). 1. Вращаясь, вертясь, делая поворот, изменить положение. Лежа повернуться с боку на бок. Повернулся ко мне лицом. Ключ повернулся в замке. 2. перен. Получить иное… … Толковый словарь Ушакова
ПОВЕРНУТЬСЯ — ПОВЕРНУТЬСЯ, нусь, нёшься; совер. 1. Вращательным движением или ворочаясь, изменить положение. П. в сторону. П. на другой бок. Ключ повернулся в замке. Как только язык повернулся? (как можно было такое сказать?; разг. неод.). 2. (1 ое лицо и 2 е… … Толковый словарь Ожегова
повернуться спиной — игнорировать, не придать значения, переступить, отвернуться, не принять во внимание, показать спину, не заметить, не обратить внимания, отвратиться, отворотиться, закрыть глаза, пренебречь, не пожелать знать, пройти мимо, сбросить со счетов,… … Словарь синонимов
повернуться — глаг., св., употр. очень часто Морфология: я повернусь, ты повернёшься, он/она/оно повернётся, мы повернёмся, вы повернётесь, они повернутся, повернись, повернитесь, повернулся, повернулась, повернулось, повернулись, повернувшийся, повернувшись 1 … Толковый словарь Дмитриева
ПОВЕРНУТЬСЯ ЛИЦОМ — кто к чему, {реже }к кому Обращать внимание, проявлять заинтересованность, участие. Имеется в виду, что пришло время, чтобы лицо или группа объединённых общей деятельностью лиц (Х) проявили непосредственный интерес к каким л. событиям, ситуациям … Фразеологический словарь русского языка
ПОВЕРНУТЬСЯ СПИНОЙ — кто к кому, к чему Проявлять безразличие, пренебрежение. Имеется в виду, что лицо или группа объединённых общими интересами лиц (Х) перестают обращать внимание или выражают презрительное равнодушие к другому лицу или к другой группе лиц (Y), к… … Фразеологический словарь русского языка
ПОВЕРНУТЬСЯ СПИНОЮ — кто к кому, к чему Проявлять безразличие, пренебрежение. Имеется в виду, что лицо или группа объединённых общими интересами лиц (Х) перестают обращать внимание или выражают презрительное равнодушие к другому лицу или к другой группе лиц (Y), к… … Фразеологический словарь русского языка
Повернуться лицом — ПОВОРАЧИВАТЬСЯ ЛИЦОМ к кому, к чему. ПОВЕРНУТЬСЯ ЛИЦОМ к кому, к чему. Экспрес. Начинать обращать внимание, проявлять заинтересованность в ком либо или в чём либо … Фразеологический словарь русского литературного языка
Повернуться спиной — ПОВОРАЧИВАТЬСЯ СПИНОЙ к кому, к чему. ПОВЕРНУТЬСЯ СПИНОЙ к кому, к чему. Обычно неодобр. Проявлять безразличие или пренебрежение. Даже люди, которых я любил от души, как братьев, поворотились ко мне спиной, когда узнали, что не могут ни обыграть… … Фразеологический словарь русского литературного языка