Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

(ὡς+τάχιστα

  • 1 τάχιστα

    [тахиста] επίρ. очень быстро, в один миг.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τάχιστα

  • 2 дух

    -а (-у) α.
    1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•

    в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•

    в том же -е στο ίδιο πνεύμα•

    в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.

    (φιλοσ.) το Πνεύμα•

    абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.

    || (θρησκ.) ψυχή.
    2. ηθικό•

    боевой дух μαχητικό πνεύμα•

    моральный дух το ηθικό•

    дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•

    сила -а ηθική δύναμη•

    подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•

    упадок -а πτώση ηθικού.

    || θάρρος•

    поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•

    не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.

    3. νόημα, ουσία•

    это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•

    дух времени το πνεύμα των καιρών.

    4. άυλη υπόσταση•

    добрый дух το αγαθό πνεύμα•

    злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).

    5. αναπνοή•

    дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•

    затаить -κρατώ την ανάσα•

    дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.

    6. παλ. αέρας.
    7. μυρουδιά.
    8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•

    скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•

    он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.

    || με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•

    он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.

    εκφρ.
    святой – Αγιο Πνεύμα•
    святым -ом (узнатьκ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•
    быть в -е – είμαι σε ευθυμία•
    быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•
    во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчатьсяκ.τ.τ.) ολοταχώς•
    быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•
    как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•
    покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•
    расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•
    ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•
    чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•
    дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας.

    Большой русско-греческий словарь > дух

  • 3 разойтись

    разойдусь, разойдёшься, παρλθ. χρ. разошлся
    -шлась, -щлось, μτχ. παρλθ. χρ. разошедшийся,
    επιρ. μτχ. разойдясь κ. παλ. разошедшись ρ.σ.
    1. φεύγω (προς διάφορες κατευθύνσεις)•

    гости -лись οι φιλοξενούμενοι έφυγαν (ο καθένας για τον προορ ισμό του).

    2. σκορπίζω, -ομαι,• διαλύομαι•

    тучи -лись τα σύννεφα σκόρπισαν•

    толпа -лась το πλήθος διαλύθηκε.

    || ρευστοποιούμαι, λιώνω•

    сахар -елся в чае η ζάχαρη έλιωσε στο τσάι.

    || χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    морщины -лись οι ρυτίδες χάθηκαν.

    3. (απο) χωρίζομαι. || αναμερώ, κάνω μέρος να περάσει.
    4. χωρίζω•

    он -елся со своим отцом αυτός χώρισε από τον πατέρα του•

    она -лась со своим мужем αυτή χώρησε με τον άντρα της.

    || διαφωνώ, ετερο-γνωμώ, ετεροφρονώ, διίσταμαι.
    5. χωρίζομαι•

    дорога -лась ο δρόμος διχάστηκε.

    || αποκλίνω•

    мнения -лись οι γνώμες διχάστηκαν.

    6. αποσπώμαι, αποσυνδέομαι, ανοίγομαι, παρουσιάζω κενά, χάσματα.
    7. γίνομαι ανάρπαστος, πουλιέμαι τάχιστα. || (για χρήματα) ξοδεύομαι, δαπανώμαι,
    8. διαδίδομαι (για ειδήσεις, φήμες κ.τ.τ.).
    9. αναπτύσσω μεγάλη ταχύτητα. || δυναμώνω•

    дождь -елся η βροχή δυνάμωσε.

    10. μτφ. εξάπτομαι, παραπαίρνομαι, αψώνω, με πιάνουν τα μπουρίνια.

    Большой русско-греческий словарь > разойтись

  • 4 ход

    -а (ходу), προθτ. в -е κ. в -у, на -е κ. на -у, πλθ. ходы κ. хода κ. хода α.
    1. (в -е, на -у)• κίνηση, μετακίνηση• βάδισμα• πορεία•

    ход вперд κίνηση προς τα μπρος•

    ход поезда η κίνηση του τρένου•

    тихий ход σιγανή κίνηση•

    полным -ом μ όλη την ταχύτητα, (ναυτ.) πλησίστιος•

    средний ход μέση ταχύτητα•

    два часа -у δυο ώρες κίνησης ή πορείας•

    дать ход передний, задний δίνω κίνηση μπρος, πίσω• κάνω μπρος, πίσω•

    пустить в -βάζω μπρος• (σε κίνηση)•

    работы идут полным -ом οι εργασίες γίνονται με ταχύτατους ρυθμούς•

    всё пошло в ход όλα μπήκαν σε κίνηση•

    на -у он приседал αυτός βάδιζε λίγο σκυφτά•

    по -у узнавать кого από το βάδισμα γνωρίζω κάποιον.

    || η ταχύτητα•

    замедлить ход ελαττώνω την ταχύτητα.

    || παλ.εκκλσ. πομπή• λιτανεία•

    крестный ход η περιφορά του σταυρού.

    2. μτφ. εξέλιξη• πορεία•

    ход событий η εξέλιξη των γεγονότων•

    ход сражения η εξέλιξη της μάχης•

    постепенный ход βαθμιαία εξέλιξη•

    ход исторического развития η πορεία της ιστορικής εξέλιξης.

    3. λειτουργία•

    плавный ход мотора ομαλή (κανονική) λειτουργία του μοτέρ•

    4. κίνηση με, δια•

    колсный ход η κίνηση με τροχούς•

    гусеничный ход η κίνηση με ερπύστρια•

    коляска на резиновом -у καροτσάκι με λαστιχένιες ρόδες.

    5. κίνηση• ξεκίνημα (στο παίξιμο)•

    ход пешкой η κίνηση με το πιόνι•

    ход тузом το παίξιμο με τον άσο.

    || η σειρά έναρξης•

    твой ход η σειρά σου (να παίξεις).

    6. τρόπος, κόλπο, μανούβρα.
    7. (μουσ.)• μετάπτωση, πέρασμα, μεταλλαγή.
    8. είσοδος•

    ход парадный η κύρια είσοδος•

    чрный ход η είσοδος υπηρεσίας, η πισόπορτα•

    ход со двора είσοδος από την αυλή•

    потайной ход κρυφή είσοδος•

    комната с отдельным -ом δωμάτιο με ξεχωριστή (ιδιαίτερη) είσοδο.

    || δίοδος, πέρασμα, διάβαση•

    подземный ход υπόγεια βιάβαση.

    || μέρος πολυδιάβατο, με μεγάλη κίνηση.
    εκφρ.
    на -у – στα γρήγορα, στα πεταχτά•
    ход (ходы, ходы) • – (στρατ.) όρυγμα επικοινωνίας•
    полный -! – (παράγγελμα)• τάχιστα!•
    -ом! – (απλ.) γρήγορα, ταχιά•
    своим -ом – με το δικό μου τρόπο•
    дело идёт своим -ом – η υπόθεση ακολουθεί την πορεία της•
    - у дать – φεύγω το βάζω στα πόδια•
    дать ход – α) ξεκινώ, βάζω μπρος•
    шофр дал ход – ο σωφέρης ξεκίνησε, β) κατευθύνω στον κανονικό δρόμο•
    не дать -у – εμποδίζω την ανάπτυξη ικανοτήτων•
    пойти в - – πιάνω, διαδίδομαι, χρησιμοποιούμαι ευρύτατα.• пустить в ход βάζω σε χρήση, κυκλοφορία• εφαρμόζω•
    дело пошло в ход – η υπόθεση (η δουλειά) ξεκίνησε.

    Большой русско-греческий словарь > ход

См. также в других словарях:

  • τάχιστα — τάχιστος neut nom/voc/acc pl ταχύς swift neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχίστας — ταχίστᾱς , τάχιστος fem acc pl ταχίστᾱς , τάχιστος fem gen sg (doric aeolic) ταχίστᾱς , ταχύς swift fem acc pl ταχίστᾱς , ταχύς swift fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάχισθ' — τάχιστα , τάχιστος neut nom/voc/acc pl τάχιστε , τάχιστος masc voc sg τάχισται , τάχιστος fem nom/voc pl τάχιστα , ταχύς swift neut nom/voc/acc pl τάχιστε , ταχύς swift masc voc sg τάχισται , ταχύς swift fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάχιστ' — τάχιστα , τάχιστος neut nom/voc/acc pl τάχιστε , τάχιστος masc voc sg τάχισται , τάχιστος fem nom/voc pl τάχιστα , ταχύς swift neut nom/voc/acc pl τάχιστε , ταχύς swift masc voc sg τάχισται , ταχύς swift fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Степени сравнения — (грамм.) общее название трех форм прилагательного имени, выражающих различные степени качества, присущего предмету, имя которого определяется прилагательным. Эти степени положительная, сравнительная и превосходная (см.). По своему образованию С.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Степени сравнения — Эту страницу предлагается объединить с Положительная степень. Пояснение причин и обсуждение на странице Википедия:К объединению/2 октября 2012 …   Википедия

  • бързо — (42) нар. 1.Быстро, поспешно: ѥгда чьтеши книгы. не тъшти сѩ бързо иштисти до дроугы˫а главизны. Изб 1076, 1 об.; Зашедшю сл҃нцю не достоить мр҃твца хоронити. не рци тако борзо дѣлаѥмъ. нѣли како оуспѣѥмъ до захода. КН 1280, 525г; хожениѥ же ни… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Chance (philosophy) — The word chance in philosophy means a complex of causes that produces an indeterministic process with indeterministic effects, therefore not necessary, not deterministic contingency. The ancient concept of chance as not existences of causes is… …   Wikipedia

  • έξειμι — (I) ἔξειμι (AM) [είμι] φεύγω, αναχωρώ αρχ. 1. βγαίνω, βγαίνω από το σπίτι («ἐξιέναι μεγάρων», Ομ. Οδ.) 2. εγκαταλείπω μια υπηρεσία («ἐξιὼν ἐκ τῆς ἀρχῆς», Δίων Κ.) 3. εκστρατεύω («συσκευαζώμεθα καί... ἐξίωμεν ὡς τάχιστα», Ξεν.) 4. βαδίζω,… …   Dictionary of Greek

  • ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …   Dictionary of Greek

  • διατρέχω — (AM διατρέχω) 1. περνώ από κάπου, διασχίζω κάποιον χώρο («διέτρεξε την πεδιάδα», «διαδραμὼν δὲ τὸ τῶν Ἀθηναίων στρατόπεδον») 2. (για χρόνο) περνώ, διάγω («διατρέχει το εικοστό έτος τής ηλικίας του») 3. κινούμαι, μετακινούμαι βιαστικά εδώ κι εκεί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»