-
1 высохнуть
см. высыхать. выставить см. выставлять. выставк{}а{} 1. (установка показаний прибора, выходного сигнала и т.п.) η ρύθμιση 2.(показ) η έκθεσ/ηрекламировать товары на - е διαφημίζω τα προϊόντα/εμπορεύματα στην -участвовать в - е παίρνω μέρος στην -, συμμετέχω στην -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > высохнуть
-
2 контракт
το συμβόλαι/ο, το συμφωνητικό, η σύμβαση- без оговоренного срока действия η ανοικτή σύμβαση (της οποίας ορισμένοι όροι έχουν αφεθεί ακαθόριστοι)действительный - η έγκυρη/νόμιμη σύμβασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контракт
-
3 отгрузка
1. (погрузка и отправление) η φόρτωσ/η (και η αποστολή) 2. (снятие части груза, перегрузка части груза куда-л.) η εκφόρτωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отгрузка
-
4 полис
(страх.) το ασφαλιστικ/ό συμβό-λαι/οстраховой - то же что и полис таксированный - με μη καθορισμένο ποσόν αποζημίωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > полис
-
5 предложение /
1. (действие, то, что предлагается) η πρότασηвстречное - η αντιπρόταση, αντίθετη -данное - παρούσα -, συγκεκριμένη -2. (эк) (цены, товара) η προσφορ/ά, η πρότασηделать - κάνω/υποβάλλω -изменять - αλλάζω/τροποποιώ την -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предложение /
-
6 предложение //
1. грам. η πρότασ/ηбессубъектное - см. безличное -второстепенное - δευτερεύουσα -, εξαρτημένη -отрицательное - αρνητι-κή/αποφατική -повелительное - см. побудительное -2. (лог.) см. суждение.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предложение //
-
7 продажа
η πώλησ/η, το πούλημα· *вы-пускать в - у βγάζω για -переговоры ο - е συνομιλίες/διαπραγ-ματεύσης για -- на условиях СИФ - με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продажа
-
8 соглашение
η συμφωνί/αмежгосударственное - μεταξύ των χωρών, διακρατική -- об обмене научно-технической информацией - ανταλλαγής και ενημέρωσης στα επιστημονικά και τεχνικά θέματαтрёхстороннее - τρίπλευρη/τρι-μερής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соглашение
-
9 сотрудничество
η συνεργασί/αη σύμπραξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сотрудничество
-
10 страхование
η ασφάλισ/ηгосударственное - κρατική/δημόσια -имущественное - ακινήτου για ζημιές απόδιάφορες αιτίες (πυρός, θύελλαςοχημάτωνκ λπ.)морское - η ναυτασφάλεια, ηναυτασφάλισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > страхование
-
11 тендер
1. ж.-д. η εφοδιοφόροςτο εφο-διοφόρο όχημαη υδατανθρακοφόρος αμαξοστοιχίας2. мор. το ιστιοφόρο (με έναν ιστό) 3. торг. ο μειοδοτικ/ός διαγωνισμ/ός(χρημάτων, εμπορευμάτων κ.λπ.):условия - а όροι του - ού - ού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тендер
-
12 условие
1. (соглашение ο чём-л.статья договора требование или предложение) о όρ/οςвносить поправки в - я аккредитива κάνω διορθώσεις στους - ους της πιστωτικής επιστολήςнесоблюдение - й παράβαση/αθέτηση τους - ους- я контракта - οι της συμφω-νίας/σύμβασης2. (тех., мат.) η συνθήκ/η, τα δεδομένα 1. ατμόσφαιρας και θερμοκρασία 273,15 Кпроизводственные - я - ες της παραγωγής, παραγωγικές - εςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > условие
-
13 участие
η συμμετοχ/ή, η σύμπραξηпринимать - παίρνω μέρος, συμμετέχωденежное - χρηματική/οικονομική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > участие
-
14 финансирование
η χρηματοδότησ/ηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > финансирование
-
15 фрахт
мор., торг. о ναύλ/οςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фрахт
-
16 хранение
η φύλαξ/η, η αποθήκευσηплата за - груза на ж.-д. станции сверх срока οι επισταλίες για - του φορτίου στον σιδηροδρομικό σταθμόсрок - я προθεσμία/διορία - ης- σε χύμαхолодильное - σε ψύξη/ψυγείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > хранение
-
17 чартер
(договор ο фрахтовании судна) η ναύλωση (του πλοίου)το ναυλοσύμφωνοсдавать судно в наём по - у δίνω/καταχωρίζω το πλοίο/σκάφος προς/για -бэрбоут - «γυμνού» (χωρίς εξαρτισμό) πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > чартер
-
18 бытовой
бытов||о́йприл τής καθημερινής ζωής:\бытовойые условия οἱ ὅροι τής ζωής; \бытовойо́е явление τό γεγονός (или τό φαινόμενο) τής καθημερινής ζωής. -
19 льгбтный
льгбт||ныйприл προνομιακός, εὐνοΐκός:\льгбтныйные условия εὐνοϊκοί ὀροι. -
20 сносный
сносн||ыйприл ὑποφερτός, ἀνεκτός:\сносныйые условия ὑποφερτοί ὁροί.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ὅροι — Ὅρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅροι — ὅρος boundary masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ХОРЫ — • Όροι, каменные доски в Афинах, которые ставились перед заложенными имениями в знак того, что эти имения заложены. Отметить имение такими досками, как залог долга, называлось α̉φορίζειν τò χωρίον, а само имение α̉φωρισμένον. На доске … Реальный словарь классических древностей
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
πρόοδος — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται 3 ειδικές ακολουθίες πραγματικών ή –γενικότερα– μιγαδικών αριθμών· οι ακολουθίες αυτές φέρουν τις ονομασίες: αριθμητική π., γεωμετρική π., αρμονική π. Έστω (α): α1, α2,..., αν... μία ακολουθία μιγαδικών, γενικά,… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия