-
1 имя
имени, πλθ. имена, имен, именам ουδ.1. όνομα•по имени Пётр ονομάζομαι Πρτρος•
знать кого по имени ξέρω κάποιον ονομαστικά•
крестное имя βαφτιστικό όνομα•
имя и фамилия ονοματεπώνυμο.
|| ονομασία•имя судна όνομα σκάφους•
под именем με το όνομα (που φέρει το όνομα).
2. φήμη•человек с большим именем άνθρωπος με μεγάλο όνομα•
крупные имена τα μεγάλα ονόματα (οι φημισμένοι, οι ξακουστοί)•
очернить чьё-то доброе имя αμαυρώνω τη φήμη κάποιου.
3. (γραμμ.) όνομα•имя существительное όνομα ουσιαστικό.
εκφρ.именем – στο όνομα, εν ονόματι•именем закона – στο όνομα του νόμου•во имя – στο όνομα, χάριν, για χάρη, προς όφελος•на имя – στο όνομα, επ ονόματι•заявление на имя директора – αίτηση στο διευθυντή (και με το ονοματεπώνυμο του)•на своё имя – στο όνομα μου, επ ονόματι μου•от имени кого – εξ ονόματος κάποιου•с именем – με όνομα, ονομαστός, ξακουστός•от моего имени – εξ ονόματος μου•только по имени – μόνο γ ία το όνομα, για τον τύπο, τυπικά. -
2 имя
имяс1. τό ὀνομα:давать \имя ὁνομάζω, δινω ὀνομα· звать кого-л. по имени καλω κάποιον μέ τό μικρό του ὀνομα· йь под чужи́м именем ζῶ μέ ψεύτικο ονομα·2. (известность, репутация) τό ονομα, ἡ φήμη:доброе \имя τό ἀγαθό ονομα, ἡ καλή φήμή создавать себе \имя δημιουργώ καλή φήμη στον ἐαυτό μου· человек с именем ἀνθρωπος μέ φήμή3. грам. τό ὀνομα:\имя существительное ὀνομα οὐσιαστικό· \имя собственное κύριο ὀνομα· ◊ от имени кого-л. ἐξ ὁνόματος κάποιου· на чье-л, \имя στό ὀνομα κάποιου· во \имя чего-л. ἐν ὁνόματι...· именем закона ἐν ὁνόματι τοῦ νόμου· библиотека имени Ленина ἡ βιβλιοθήκη Λένιν называть вещи своими именами λέω τά σύκα σύκα καί τή σκάφη σκάφη. -
3 ради
πρόθ. με γεν.1. χάρις, χάριν, για, δια, προς•не для себя, а ради общей пользы όχι για τον εαυτό μου, αλλά για το κοινό όφελος•
сего, того ради χάριν αυτού, εκείνου• χάριν του ενός, χάριν του άλλου•
ради дела χάριν της υπόθεσης•
ради него για χατήρι του.
2. για όνομα, εν ονόματι, στο όνομα•просить христа ради ζητώ στο όνομα του Χριστού•
ради дружбы στο όνομα (χάριν) της φιλίας.
3. λόγω, ένεκα•ради развлечения για διασκέδαση•
шутки ради χάριν αστειότητας•
ради смеха για γέλιο.
4. γιατί,για ποιο λόγο, σκοπό, για ποια αιτία, προς τι•чего ради ты пошл туда? γιατί πήγες εκεί;•
его простили ради молодости τον συγχώρησαν γιατί ήταν νέος.
-
4 существительное
грам. το ουσιαστικότο όνομαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > существительное
-
5 отчество
отчествос τό πατρώνυμο[ν], τό πατρικό ὀνομα, τό ὀνομα τοῦ πατέρα; ими и \отчество τό ὀνομα καί τό πατρώνυμο. -
6 звание
-я ουδ.1. τίτλος•звание героя Советского Союза τίτλος του ήρωα της Σοβιετικης Ενωσης•
ученное звание επιστημονικός τίτλος•
почтное звание τιμητικός τίτλος•
графское звание ο τίτλος του κόμη•
княжеское звание ο τίτλος του πρίγκιπα.
|| βαθμός, αξίωμα•воинское звание στρατίωτικός βαθμός ή υπηρεσιακή θέση.
2. παλ. όνομα, ονομασία.3. κοινωνικό στρώμα, κοινωνική κατάσταση•мещанское звание μικροαστικό στρώμα•
духовное звание κλήρος, ιερατείο•
низкое звание κατώτερο κοινωνικό στρώμα•
люди всякого -я άνθρωποι όλων των σίρωμάτων.
εκφρ.одно осталось – (απλ.) μόνο το όνομα απόμεινε (χάθηκε η αίγλη κ.τ.τ.)• и -я нет ούτε το όνομα δεν έμεινε (εξαφανίστηκε εντελώς). -
7 назвать
назвать 1-зову, -зовёшь, παρλθ. χρ. назвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. названный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. ονομάζω, δίνω το όνομα, ονοματίζω, καλώ, λέγω, βγάζω το όνομα• χαρακτηρίζω, λέγω•назвать кого дураком λέγω κάποιον βλάκα.
2. φωνάζω•назвать кого по имени φωνάζω κάποιον στο όνομα.
|| κατονομάζω. || τιτλοφορώ.3. ανακοινώνω, γνωστοποιώ, λέγω, ομολογώ•не -ал их фамилии δεν αποκάλυψε τα επώνυμάτά τους.
ονομάζομαι, καλούμαι, λέγομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.назвать 2(γραμμ. στοιχ. βλ. назвать 1)προσκαλώ•назвать гостей προσκαλώ πολλούς φιλοξενουμένους.
προσκαλούμαι. -
8 отымённый
επ. (γραμμ.) από όνομα (παράγωγο)•-ое наречие επίρρημα από όνομα (ουσιαστικό ή επίθετο)•
отымённый глагол ρήμα (παράγωγο) από όνομα.
-
9 нарицательный
1. эк. ονομαστικός 2. грам.имя - ое το κοινό όνομα, το προσηγορικό (όνομα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нарицательный
-
10 имя
имя с το όνομα* как ваше \имя? πώς σας λένε; назвать по имени κατονομάζω, ονο ματίζω библиотека имени Ле нина η βιβλιοθήκη Λένιν от имени... εξ ονόματος... во \имя мира για την ειρήνη* * *сτο όνομαкак ва́ше и́мя? — πώς σας λένε
назва́ть по и́мени — κατονομάζω, ονοματίζω
библиоте́ка и́мени Ле́нина — η βιβλιοθήκη Λένιν
от и́мени…— εξ ονόματος
во и́мя ми́ра — για την ειρήνη
-
11 репутация
репутац||ияж ἡ φήμη, τό ὅνομα, ἡ ὑπόληψη:пользоваться хорошей \репутацияией ἔχω καλό ὅνομα· восстановить свою \репутацияию ἐπανακτώ τήν ὑπόληψή μου. -
12 липовый
липовый 1επ.φιλύρινος, φλαμουρίσιος.εκφρ.липовый цвет – ξηραμένα άνθη φλαμουριάς (ως φάρμακο).липовый 2επ. (απλ.)1. κίβδηλος, κάλπικος, πλαστός, ψεύτικος.2. καλούμενος, λεγόμενος, κατ όνομα, δήθεν•липовый писатель κατ όνομα συγγραφέας.
-
13 наречь
-еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. нарк, -екла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на-реченный, βρ: -чен, -чена, -чено κ. нареченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. παλ. ονοματίζω, ονομάζω, δίνω (βγάζω) όνομα•это имя -ли при крещении αυτό το όνομα το έβγαλαν στη βάφτιση.
2. παλ. διορίζω, εγκαθιστώ, ονομάζω.ονομάζομαι. -
14 нарицательный
επ.: имя -ое1. γραμμ. όνομα κοινό•имена собственные и -ые ονόματα κύρια και κοινά (προσηγορικά).
2. τυπικό όνομα.εκφρ.- ая стоимость – (οικον.) η ονομαστική αξία. -
15 номинальный
επ.1. ονομαστικός•-ая стоймость ονομαστική αξία.
2. ο κατ όνομα, μόνο στο όνομα, καλούμενος, λεγόμενος. -
16 имя
το όνομαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > имя
-
17 название
1. (словесное обозначение предмета, явления, понятия и т.п.) το όνομαη ονομασία2. (книги, песни) о τίτλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > название
-
18 реноме
η φήμη, το όνομα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > реноме
-
19 репутация
η φήμη, το όνομα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > репутация
-
20 собственный
1. (являющийся чьей-л. собственностью) ιδιόκτητος 2. (принадлежащий кому-, чему-л.) δικός μουимя - ое грам. το κύριο όνομαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > собственный
См. также в других словарях:
ὄνομα — name neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek
όνομα — το, ατος 1. λέξη που δηλώνει άνθρωπο, ζώο, φυτό, πράγμα, ενέργεια, κατάσταση, ιδιότητα. 2. φρ., «Για όνομα του Θεού», όταν αποτρέπουμε κάποιον από κάτι. «Έχω το όνομά μου», την ονομαστική μου γιορτή. «Όνομα και μη χωριό», όταν αποφεύγουμε να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αίθων — Όνομα μυθολογικών προσώπωνκαι ζώων. 1. Επίθετο του Ήλιου, και όνομα του γιου του, πατέρα της Μήστρας, συζύγου του Αυτολύκου. Από την ένωσή τους γεννήθηκε η Αντίκλεια, μητέρα του Οδυσσέα της Ιθάκης. Αυτό το όνομα του προπάππου του χρησιμοποίησε ο… … Dictionary of Greek
Πέρσης — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τιτάνα Κρείου και της Ευρύβιας. Ήταν πατέρας της Εκάτης από την Αστερία, την αδελφή της Λητούς. Το προελληνικό αυτό όνομα σχετίζεται με θεότητες του κάτω κόσμου, για παράδειγμα, Περσεφόνη,… … Dictionary of Greek
αιγών — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Εύβοιας, που είχε τα ανάκτορά του στην Κάρυστο, και με τον στόλο του έγινε θαλασσοκράτορας στο πέλαγος που ονομάστηκε –σύμφωνα με μια εκδοχή– Αιγαίο, από το όνομά του. Ο βασιλιάς αυτός, που έζησε πριν… … Dictionary of Greek
Βλαχέρνες — Όνομα ιδιαίτερα συνηθισμένο και δημοφιλές στους Βυζαντινούς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επώνυμο της Παναγίας και παρετυμολογείται πιθανώς από τη φράση βάλε χέρι, που αναφέρεται στην προστασία της Παναγίας. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι μνημονεύουν… … Dictionary of Greek
Μεγάβυζος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πέρσης ευγενής (6ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την οικογένεια των Αχαιμενιδών. Συμμετείχε σε συνωμοσία εναντίον του Ψευδοσμέρδιου, σφετεριστή του περσικού θρόνου, αλλά τελικά στον θρόνο ανέβηκε ο Δαρείος A’ o Υστάσπους … Dictionary of Greek
Μιθριδάτης — Όνομα διαφόρων βασιλιάδων του Πόντου και της Περγάμου. Η σειρά των βασιλιάδων αυτών αρχίζει με τον M. A’, που στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. ίδρυσε το βασίλειο του Πόντου. Οι σημαντικότεροι βασιλείς με το όνομα Μ. είναι οι ακόλουθοι: 1. Σατράπης του … Dictionary of Greek
Σίρμιον — Όνομα αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Κάτω Παννονίας, στην αριστερή όχθη του Σαύου ποταμού, γνωστή και με το όνομα Σέρμιον. Ιδρύθηκε από τους Ταυρίσκους, στη διασταύρωση πολλών εμπορικών δρόμων. Στους ρωμαϊκούς χρόνους, το Σ., εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
αίθων — Όνομα μυθολογικών προσώπωνκαι ζώων. 1. Επίθετο του Ήλιου, και όνομα του γιου του, πατέρα της Μήστρας, συζύγου του Αυτολύκου. Από την ένωσή τους γεννήθηκε η Αντίκλεια, μητέρα του Οδυσσέα της Ιθάκης. Αυτό το όνομα του προπάππου του χρησιμοποίησε ο… … Dictionary of Greek