Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(ὁπλίτας

  • 1 Ambush

    subs.
    P. ἐνέδρα, ἡ, V. λόχος, ὁ.
    Lay an ambush, v.: P. ἐνεδρεύειν, P. and V. λοχᾶν.
    Lie in ambush, v.: P. ἐνεδρεύειν, ἐλλοχᾶν, P. and V. λοχᾶν.
    Lie in ambush for, v.: P. ἐνεδρεύειν (acc.), ἐλλοχᾶν (acc.), V. λοχᾶν (acc.).
    Watch for: P. and V. φυλάσσειν (acc.), ἐφεδρεύειν (dat.); see lie in wait for, under Wait.
    Occupy with an ambush, v.: P. προλοχίζειν (acc.).
    Be caught in an ambush, v.: P. λοχίζεσθαι.
    We lie in ambush in the leaves of the bushes: V. θάμνων ἐλλοχίζομεν φόβαις (Eur., Baech. 722).
    Demosthenes, fearing he should be surrounded, posts heavy armed troops in ambush on a certain road which ran between banks and was covered with scrub: P. ὁ Δημοσθένης δείσας μὴ κυκλωθῇ λοχίζει ἐς ὁδόν τινα κοίλην καὶ λοχμώδη ὁπλίτας (Thuc. 3, 107).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ambush

  • 2 Scene

    subs.
    Sight, view: P. and V. ὄψις, ἡ, θέα, ἡ, θέαμα, τό; see Sight.
    Place: P. and V. τόπος, ὁ.
    Painting: P. and V. γραφή, ἡ, γράμμα, τό, P. ζωγράφημα, τό, V. γαλμα, τό, εἰκών, ἡ.
    In a theatre: P. σκηνή, ἡ.
    Night fell upon the scene: P. νὺξ ἐπεγένετο τῷ ἔργῳ (Thuc. 4, 25).
    He made his way not to the scene of action but to the armed men in the procession: P. οὐκ ἐπὶ τὸ γενόμενον ἀλλʼ ἐπὶ τοὺς πομπέας ὁπλίτας... ἐχώρησε (Thuc. 6, 58).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Scene

  • 3 Square

    adj.
    P. τετράγωνος.
    ——————
    subs.
    P. τετράγωνον, τό.
    Carpenter's implement: P. γωνία, ἡ (Plat.).
    Square number: P. τετράγωνος ἀριθμός, ὁ.
    Square root: P. δύναμις, ἡ.
    Collecting the heavyarmed troops into a square: P. συναγαγὼν... εἰς τετράγωνον τάξιν τοὺς ὁπλίτας (Thuc. 4, 125).
    Be drawn up in square: P. ἐν πλαισίῳ τετάχθαι (Thuc. 7, 78).
    ——————
    v. trans.
    P. τετραγωνίζειν.
    Huge stones squared in the cutting: P. μεγάλοι λίθοι καὶ ἐν τομῇ ἐγγώνιοι (Thuc. 1, 93).
    Square ( with), correspond with: P. and V. συμβαίνειν (dat.). συμπίπτειν (dat.), συντρέχειν (dat.), συμφέρειν, or pass. (dat.), P. συμφωνεῖν (dat.); see Correspond.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Square

См. также в других словарях:

  • ὁπλίτας — ὁπλί̱τᾱς , ὁπλίτης heavy armed masc acc pl ὁπλί̱τᾱς , ὁπλίτης heavy armed masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίζω — (AM καθίζω, Α ιων. τ. κατίζω) (μτβ.) 1. βάζω κάποιον να καθίσει, δίνω θέση, τοποθετώ (α. «μέ κάθισε δίπλα του» β. «πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) κάθομαι, παίρνω στάση καθημένου, παίρνω θέση (α. «κάθισε… …   Dictionary of Greek

  • λοχίζω — (Α) [λόχος] 1. ενεδρεύω, παραφυλάω 2. τοποθετώ κάποιον ως φύλακα σε ενέδρα («δείσας μὴ κυκλωθῇ λοχίζει ἐς ὁδόν τινα κοίλην και λοχμώδη ὁπλίτας», Θουκ.) 3. περιβάλλω με ενέδρες, περικυκλώνω κάποιο μέρος με άνδρες που ενεδρεύουν («λελοχισμένον… …   Dictionary of Greek

  • προσεταιριστός — ον, Α [προσεταιρίζομαι] 1. αυτός που συμμετέχει σε ομάδα ως εταίρος, ως σύντροφος, ο εθελοντής («προσεταιριστοὺς ὁπλίτας», Θουκ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προσεταιριστός ο εταίρος, ο σύντροφος («τῶν προσεταιριστῶν καὶ συναγωνιστῶν», Δίων. Κάσσ.) …   Dictionary of Greek

  • σπονδή — Τελετή των αρχαίων Ελλήνων στην οποία έχυναν από ένα ποτήρι κρασί πάνω στη φωτιά όπου προσφερόταν η θυσία, ή στη θάλασσα, ανάλογα με το αν η τελετή γινόταν σε πλοίο ή στην ξηρά, προς τιμή των θεών, και ψάλλοντας ταυτόχρονα κάποια ωδή. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

  • συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… …   Dictionary of Greek

  • АМОРИЙСКИЕ МУЧЕНИКИ — († 845) (пам. 6 марта), 42 визант. военачальника, попавшие в плен после взятия араб. халифом аль Мутасимом (15.08.838) г. Аморий в царствование иконоборческого имп. Феофила, представителя происходившей из этого города Аморийской династии. 42… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»