-
1 олигархия
олигархияж ἡ ὁλιγαρχία:финансовая \олигархия ἡ χρηματιστική ὁλιγαρχία. -
2 олигархия
-и θ.ολιγαρχία•финансовая олигархия πλουτοκρατική ολιγαρχία.
-
3 олигархия
η ολιγαρχία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > олигархия
-
4 олигархия
[αλιγκάρχιγια] ουσ. θ. ολιγαρχία -
5 олигархия
[αλιγκάρχιγια] ουσ θ ολιγαρχία
См. также в других словарях:
ὀλιγαρχία — ὀλιγαρχίᾱ , ὀλιγαρχία oligarchy fem nom/voc/acc dual ὀλιγαρχίᾱ , ὀλιγαρχία oligarchy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγαρχίᾳ — ὀλιγαρχίαι , ὀλιγαρχία oligarchy fem nom/voc pl ὀλιγαρχίᾱͅ , ὀλιγαρχία oligarchy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγαρχία — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στο πολιτικό καθεστώς, όπου η πολιτική εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων ανθρώπων, που διέθεταν μεγάλο πλούτο: η κυβέρνησή τους θεωρούνταν αντίθετη προς τον νόμο, γιατί απέκλειε μεγάλο αριθμό… … Dictionary of Greek
ολιγαρχία — η 1. και στους αρχαίους και σήμερα, είδος πολιτεύματος όπου κυβερνούν οι λίγοι και δυνατοί σε βάρος των πολλών και αδύνατων. 2. οι λίγοι δυνατοί: Οικονομική ολιγαρχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀλιγαρχίας — ὀλιγαρχίᾱς , ὀλιγαρχία oligarchy fem acc pl ὀλιγαρχίᾱς , ὀλιγαρχία oligarchy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγαρχίαι — ὀλιγαρχία oligarchy fem nom/voc pl ὀλιγαρχίᾱͅ , ὀλιγαρχία oligarchy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγαρχίαν — ὀλιγαρχίᾱν , ὀλιγαρχία oligarchy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγαρχιῶν — ὀλιγαρχία oligarchy fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγαρχίαις — ὀλιγαρχία oligarchy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγαρχίη — ὀλιγαρχία oligarchy fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγαρχίην — ὀλιγαρχία oligarchy fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)