-
1 мнительный
επ., βρ: -лен, -льна, -лью.1. προκατειλημμένος, επηρεασμένος.2. καχύποπτος• δύσπιστος. || υποχονδρ ιακός•мнительный пациент υποχονδριακός ασθενής•
быть -ым πάσχω από υποχονδρ ία.
-
2 пространный
επ., βρ: -ранен, -ранна, -о1. (γραπ. λόγος) ευρύς, πλατύς, ευρύχωρος, πλατύχωρος, απλόχωρος• εκτεταμένος.2. μτφ. εκτενής, λεπτομερής, -ιακός, μακροσκελής•-ое письмо μακροσκελής επιστολή.
См. также в других словарях:
ιακός — ἰακός, ή, όν (Α) 1. ιωνικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰακόν ο ιωνικός τύπος. επίρρ... Ιακώς (Α) κατά τρόπο ιωνικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. παράγωγο τού Ιάς «Ιωνική»] … Dictionary of Greek
Ἰακός — the Ionic form masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιακός — κατάλ. που εμφανίζεται ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα σε πλήθος επιθ. παραγομένων από λ. σε ιος και που σχηματίστηκε αντί για * ιικός αναλογικά προς τις καταλ. ιά, ιάς, ιάδης, ιάζειν και προς αποφυγή τής κακοφωνίας τών δύο συνεχόμενων ι. Οι λ. με… … Dictionary of Greek
ἰακός — ἰ̱ακός , ἰάζω perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρνασ(σ)ιακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό ή στην ποιητική σχολή τού Παρνασσισμού* 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Παρνασσιακοί οι ποιητές που ακολουθούν την ποιητική σχολή τού Παρνασσισμού, η οποία εμφανίστηκε στη Γαλλία κατά τα τέλη … Dictionary of Greek
Ἰακά — Ἰακός the Ionic form neut nom/voc/acc pl Ἰακά̱ , Ἰακός the Ionic form fem nom/voc/acc dual Ἰακά̱ , Ἰακός the Ionic form fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰακώτερον — Ἰακός the Ionic form adverbial comp Ἰακός the Ionic form masc acc comp sg Ἰακός the Ionic form neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰακόν — Ἰακός the Ionic form masc acc sg Ἰακός the Ionic form neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰακαῖς — Ἰακός the Ionic form fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰακοῖς — Ἰακός the Ionic form masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰακῆς — Ἰακός the Ionic form fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)