-
1 рыбца
рыбцаж τό ψάρι, ὁ Ιχθύς / ἡ μαρίδα (мелкая):\рыбцамеч ὁ ξιφίας, ὁ ξιφιός· \рыбцамолот ἡ σφύραινα, ὁ λοῦτσος· удить \рыбцау ψαρεύω· торговец \рыбцаой ὁ ἰχθυοπώλης, ὁ ίχθυέμπορος· ◊ (чу́вствовать себя) как \рыбца в воде εἶμαι στό στοιχείο μου· ни \рыбца ни мясо погов. ἀνθρωπος νερόβραστος· нем как \рыбца βουβός σάν ψάρι, ἄφωνος ὡς Ιχθύς· (биться) как \рыбца об лед εἶμαι σέ ἀδιέξοδο. -
2 рыба
1. зоол. о ιχθύς, разг. το ψάριглубоководные - ы τα αβυσσαία ψάρια, τα ψάρια του βυθούчастиковая - см. частик2. -ы (астр) οι Ιχθείες (αστερισμός).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рыба
-
3 южный
νότι/ος- Треугольник астр. - ο Τρίγωνο, το - ο ΔέλταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > южный
-
4 рыба
-ы θ.1. ψάρι, ιχθύς•морская рыба θαλασσινό ψάρι•
маленькая рыба ψαράκι•
крупная -μεγάλο ψάρι•
жареная рыба τηγανητό ψάρι•
ловить -у πιάνω ψάρια, ψαρεύω, αλιεύω.
|| (ως αθρσ.) τα ψάρια•малеькая рыба τα μικρά ψάρια•
крупная рыба τα μεγάλα ψάρια.
2. άνθρωπος νωθρός, οκνός• αδιάφορος, ψυχρός.εκφρ.как, рыба в водо – σαν το ψάρι στο νερό (ελεύθερα, επιδέξια)•ни рыба ни мясо – τίποτε το ξεχωριστό, το ιδιαίτερο, ένα και το αυτό.
См. также в других словарях:
ἰχθῦς — ἰχθύς masc acc pl ἰχθύς masc nom pl ἰχθύς masc nom/voc pl ἰχθύς masc voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχθῦς — Ἰχθύς masc acc pl Ἰχθύς masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… … Dictionary of Greek
Ἰχθύς — Ἰχθύ̱ς , Ἰχθύς masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθύς — ἰχθύ̱ς , ἰχθύς masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχθὺς εἰς Ἑλλήσποντον. — ἰχθὺς εἰς Ἑλλήσποντον. См. В море воды довольно … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἰχθὺς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται. — ἰχθὺς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται. См. Рыба начинает портиться с головы … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ιχθύς — ο ύος 1. ζώο σπονδυλωτό, υδρόβιο, που αναπνέει με βράγχια, ψάρι. 2. στον πληθ., Iχθύες αστερισμός του ζωδιακού κύκλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιχθύς, Ιπτάμενος — (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, αφανής στην Ελλάδα. Βρίσκεται ανάμεσα στη Δοράδα, στην Τράπεζα, στον Χαμαιλέοντα, στην Τρόπιδα και στον Οκρίβαντα. Διεθνώς ονομάζεται Volans και συμβολίζεται Vol … Dictionary of Greek
Ιχθύς, Νότιος — (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, αμφιφανής στην Ελλάδα. Βρίσκεται ανάμεσα στον Υδροχόο, στον Αιγόκερω, στο Μικροσκόπιο, στον Νότιο Σταυρό και στον Γλύπτη. Το λαμπρότερο άστρο του (το α Νότιου Ιχθύος) έχει μέγεθος 1,17 και ονομάζεται… … Dictionary of Greek
ἰχθύες — ἰχθύς masc nom pl ἰχθύς masc nom/voc pl ἰχθύς masc voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)