-
1 вражда
вражд||аж ἡ ἐχθρα, ἡ ἔχθρητα, τό μίσος:питать \враждау́ к кому́-л. τρέφω ἐχθρα, ἐχθρεύομαι κάποιον. -
2 злоба
злоб||аж ἡ κακία, ἡ Εχθρα, τό μίσος:по \злобае ἀπό μίσος, ἀπό ἔχθρα· питать \злобау против кого́-л. δέν χωνεύω κάποιον, ἐχθρεύομαι κάποιον ◊ на \злобау дня τό φλέγον, τό ἐπίμαχον ζήτημα. -
3 вражда
-
4 вековой
веков||ойприл1. (старый) πανάρχαιος, παμπάλαιος, παλαιός, προαιώνιος:\вековой дуб ἡ αἰωνόβια βαλανιδιά, ἡ γηραιά δρυς·2. (издревле, существующий) αί-ώνιος, ἀΙωνόβιος:\вековойая вражда ἡ αἰώνια ἐχθρα. -
5 враждебиость
вражд||ебиостьж ἡ ἐχθρότητα, ἡ ἐχθρα, τό μίσος. -
6 камень
кам||еньм ἡ πέτρα, τό λιθάρι, ὁ λίθος:драгоценный \камень ὁ πολύτιμος λίθος· подводный \камень ἡ ὑφαλος· точильный \камень ἡ ἀκονόπετρα, τό ἀκόνι· могильный \камень ἡ ταφόπετρα· бросаться \каменьнями πετροβολῶ, λιθοβολώ· ◊ винный \камень ὁ τρύξ, ἡ τρυγία/ τό πουρί (на зубах)· желчный \камень мед. ὁ χολόλιθος· пробный \камень ἡ λυδία λίθος, ὁ βασανίτης· краеугольный \камень ὁ ἀκρογωνιαίος λίθος, τό ἀγκωνάρι· \камень преткновения τό πρόσκομμα, τό ἐμπόδιο· падать \каменьнем πέφτω σάν πέτρα· держать \камень за пазухой κρατώ ἐχθρα, κρατώ μνησικακία ἐναντίον κάποιου· \каменьня на \каменьне не оставить δέν ἀφήνω λίθον ἐπί λίθου (или πέτρα πάνω σέ πέτρα)· у меня \камень лежит на сердце ἔχω βάρος στήν καρδιἄ У меня \камень с души́ свалился μοδφυγε ἕνα βάρος ἀπό τήν καρδιά. -
7 недобрый
недобр||ыйприл1. κακός, ἄγριος, σκληρός / ἐχθρικός (враждебный):\недобрый взгляд τό ἄγριο βλέμμα· питать \недобрыйые чувства к кому́-л. αἰσθάνομαι ἐχθρα γιά κάποιον, κρατῶ κακία κάποιου·2. (плохой) κακός, δυσάρεστος, ἀσχημος:\недобрыйая весть ἡ δυσάρεστη είδηση· \недобрыйое предчувствие ἡ δυσάρεστη προαίσθηση· заслужить \недобрыйую славу ἀποκτῶ κακή φήμη· замышлять что-то \недобрыйое ἔχω κακές προθέσεις. -
8 недружелюбие
недружелюб||иес ἡ δυσμένεια, ἡ κα-κοβουλία (недоброжелательство)Ι ἡ ἐχθρα, ἡ ἐχθρότητα [-ης] (враждебность). -
9 озлобление
озло́б||лениес ἡ ἐχθρότητα, ἡ Εχθρα, ἡ ὀργή, ἡ ἀγριάδα, τό ἀχτι / ἡ κακία (злость). -
10 озлобленный
озло́б||ленный1. прич. от озлобить12. прил ἐξοργισμένος, γεμάτος ἐχθρα, γεμάτος κακία, ἐξαγριωμένος:\озлобленныйленный вид ἡ ὀγρια ὀψη. -
11 открытый
открыт||ый1. прич. от открыть·2. прил (отворенный) ἀνοιχτός, ἀνοιγμένος·3. прил (непокрытый, неукрытый) ἀσκεπης, ἀκάλυπτος, ξεσκέπαστος:\открытыйая шея ὁ γυμνός λαιμός· с \открытыйой головой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· \открытый автомобиль αὐτοκίνητον ἀνοικτὅ4. (прямой, искренний) ἀνοιχτός, είλικρινής, εὐθύς:с \открытыйой душой μέ ἀνοιχτή καρδιά·5. (доступный для всех, свободный) ἀνοιχτός, ἐλεύθερος:вход \открытый είσοδος ἐλευθέρα· при \открытыйых дверях (о судебном заседании) μέ ἀνοιχτάς τάς θύρας· \открытыйое голосование ἡ ἀνοιχτή ψηφοφορία· \открытыйое письмо́ ἡ ἀνοιχτή ἐπιστολή·6. (явный) ἀπροκάλυπτος, πρόδηλος, δεδηλωμένος, προφανής:\открытыйая враждЯ ἀπροκάλυπτη ἔχθρά ◊ \открытый лоб τό φαρδύ μέτωπο· \открытыйое платье φόρεμα ντεκολτέ, ἡ ἐξωμος τουαλέτα· \открытыйая рана ἡ ἀνοιχτή πληγή· \открытыйая игра τό ἀνοιχτό παιχνίδι· в \открытыйом поле στό ὕπαιθρο· на \открытыйом воздухе στό ὕπαιθρο· \открытыйое мо́ре ἡ ἀνοιχτή θάλασσα· выйти в \открытыйое море βγαίνω στ' ἀνοιχτά· оставля́ть вопрос \открытыйым ἀφήνω τό ζήτημα ἀνοιχτό (или ἐκκρεμές)· ломиться в \открытыйую дверь ἐκβιάζω ἀνοιχτή πόρτα· действовать в \открытыйую ἐνεργώ στ· ἀνοιχτα. -
12 рознь
рознь 1. ж ἡ διχόνοια, τό μάλλωμα/ ἡ Εχθρα (вражда):сеять \рознь σπέρνω διχόνοια·2. предик безл:человек человеку \рознь ἄνθρωπος μέ ἄνθρωπο ἐχει διαφορά. -
13 сильный
си́льн||ыйприл δυνατός, ἰσχυρός/ ρωμαλέος (т/с. о человеке)/ ἐντονος, (πολυ)μεγάλος (о жаре, холоде, желании и т. п.) ἰσχυρός, σφοδρός (об ударе, атаке):\сильный насморк τό δυνατό συνάχι· \сильный человек ρωμαλέος (или δυνατός) ἀνθρωπος· \сильный запах а) τό δυνατό ἄρωμα (о приятном запахе), б) ἡ δυνατή μυρωδιά (о неприятном запахе)· \сильный яд τό ἰσχυρό δηλητήριο· \сильныйое влияние ἡ δυνατή ἐπιρροή· \сильныйая вражда ἡ μεγάλη ἔχθρα· \сильныйая страсть τό ἐντονο πάθος· \сильныйая боль ὁ δυνατός (или ὁ ἰσχυρός) πόνος· \сильныйые мира сего οἱ ἰσχυροί τής γής. -
14 враждовать
-дую, -дуешьρ.δ.εχθρεύομαι•они -дуют меаду собой αυτοί έχουν έχθρα (εχθρεύονται) μεταξύ τους•
враждовать друг с другом αλληλοεχθρεύομαι.
-
15 забытый
επ. από μτχ.λησμονημένος, ξεχασμένος•вражда была -а η έχθρα ξεχάστηκε•
-ые вещи в вагоне οι ξεχασμένες αποσκευές στο βαγόνι•
забытый писатель λησμονημένος συγγραφέας.
-
16 кровный
επ.1. ομαίμονας, όμαιμος, εξ αίματος•-ые родственники συγγενείς όμαιμοι•
брат ομοπάτριος και ομομήτριος αδερφός, Θαλής, αυτάδελφος•
-ое родство ομαιμοσΰνη, συγγένεια εζ αίματος•
-ые связи δεσμοί αίματος.
2. ζωτικός, βασικός•кровный интерес ζωτικό συμφέρο.
3. μτφ. στερεός, αδιάρρηκτος• μόνιμος•-ая связь партии с народом αδιάρρηκτος δεσμός του κόμματος με το λαό.
4. καθαρόαιμος, αμιγούς ράτσας (για άλογα). || γνήσιος•кровный грек γνήσιος Ελληνας.
5. με μόχθο•-ые деньги χρήματα (βγαλμένα) με αίμα.
εκφρ.враг – θανάσιμος (άσπονδος) εχθρός•- ая вражда – θανάσιμη έχθρα•- ая месть – βεντέτα•- ая обида – μεγάλη προσβολή. -
17 недружелюбие
-я ουδ.απέχθεια, αντιπάθεια, κακοβουλία, έχθρα•проявлять недружелюбие δείχνω αντιπάθεια.
-
18 неприязненность
-и θ.αντιπάθεια• δυσμένεια. || κακοβουλία• έχθρα, εχθρότητα. -
19 рознь
-и θ.1. έχθρα• αμάχη, διχόνοια, διένεξη, διαμάχη.2. ως κατηγ. διαφέρω•работник работнику рознь εργάτης από εργάτη διαφέρει.
-
20 сеять
сею, сеешьρ.δ.μ.1. σπέρνω, σπείρω•сеять рожь σπέρνω βρίζα•
сеять овс σπέρνω βρώμη.
|| ρίχνω (κοκκορόχιονο, ψιλή βροχή). || εμβάλλω• διαδίδω•сеять вражду, раздор σπέρνω την έχθρα, τη διχόνοια.
2. βλ. сеяться.3. σπέρνω τη γη.4. κοσκινίζω.1. σπέρνομαι, σπεί-ρομαι.2. κοσκινίζομαι.3. ψιλοβρέχω, ψιλοχιονίζω. || (για κόκκους) χύνομαι, πέφτω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἔχθρα — ἔχθρᾱ , ἔχθρα hatred fem nom/voc/acc dual ἔχθρᾱ , ἔχθρα hatred fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἔχθρᾱ , ἔχθρη hatred fem nom/voc/acc dual ἔχθρᾱ , ἔχθρη hatred fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχθρα — έχθρα, η και έχτρα, η και έχθρητα, η εχθρότητα, μίσος, αντιπάθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔχθρᾳ — ἔχθραι , ἔχθρα hatred fem nom/voc pl ἔχθρᾱͅ , ἔχθρα hatred fem dat sg (attic doric aeolic) ἔχθραι , ἔχθρη hatred fem nom/voc pl ἔχθρᾱͅ , ἔχθρη hatred fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχθρα — η και έχτρα και έχθρητα και όχτρητα (ΑΜ ἔχθρα, Α ιων. τ. ἔχθρη) [εχθρός] εχθρική διάθεση, εχθρότητα, απέχθεια, αποστροφή, μίσος («ἀρχὴν τῆς ἔχθρης τῆς ἐς τοὺς Ἕλληνας», Ηρόδ.) αρχ. παροιμ. «Ἐμπεδοκλέους ἔχθρα» άσβεστο μίσος … Dictionary of Greek
ἐχθρά — ἐχθρός hated neut nom/voc/acc pl ἐχθρά̱ , ἐχθρός hated fem nom/voc/acc dual ἐχθρά̱ , ἐχθρός hated fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθρᾷ — ἐχθρός hated fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχθρας — ἔχθρᾱς , ἔχθρα hatred fem acc pl ἔχθρᾱς , ἔχθρα hatred fem gen sg (attic doric aeolic) ἔχθρᾱς , ἔχθρη hatred fem acc pl ἔχθρᾱς , ἔχθρη hatred fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχθραι — ἔχθρα hatred fem nom/voc pl ἔχθρᾱͅ , ἔχθρα hatred fem dat sg (attic doric aeolic) ἔχθρη hatred fem nom/voc pl ἔχθρᾱͅ , ἔχθρη hatred fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχθραν — ἔχθρᾱν , ἔχθρα hatred fem acc sg (attic doric aeolic) ἔχθρᾱν , ἔχθρη hatred fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθράν — ἐχθρά̱ν , ἐχθρός hated fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθράς — ἐχθρά̱ς , ἐχθρός hated fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)