-
1 идея
идея ж в разн. знач. η ιδέα передовые \идеяи οι προ οδευτικές ιδέες \идея произведения η ιδέα (или το νόημα) του έργου* * *ж в разн. знач.η ιδέαпередовы́е иде́и — οι προοδευτικές ιδέες
иде́я произведе́ния — η ιδέα ( или το νόημα) του έργου
-
2 постановка
постановка ж театр, η σκηνοθεσία, το ανέβασμα (θεατρικού έργου)* * *ж театр.η σκηνοθεσία, το ανέβασμα (θεατρικού έργου) -
3 действие
-я ουδ.1. δράση, ενέργεια, πράξη•план -я σχέδιο δράσης•
действие равно противодействию η δράση είναι ίση προς την αντίδραση•
математика в -и τα μαθηματικά στην πράξη•
радиус -я ακτίνα δράσης•
самовольные -я αυθαίρετες ενέργειες (πράξεις).
πλθ. -я (στρατ.) επιχειρήσεις•военные -я πολεμικές επιχειρήσεις.
2. λειτουργία, ενέργεια, δου-λιά, εργασία•быть ή находиться в -и λειτουργώ, δουλεύω•
привести машину в действие βάζω εμπρός τη μηχανή.
|| εφαρμογή στην πράξη, ισχύς•продлить действие договора παρατείνω την ισχύ της συμφωνίας•
вести указ в действие εφαρμόζω τις οδηγίες στην πράξη•
закон обратного -я не имеет ο νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ•
входить в действие μπαίνω σε ισχύ, ισχύω.
3. επίδραση, επενέργεια, επιρροή, επίρροια•мина ή бомба замедленного -я νάρκη, βόμβα ωρολογιακή•
магнитное действие тока η μαγνητική επίδρααη του ρεύματος•
химическое действие χημική επίδραση•
бомба фугасного -я βόμβα εκρηκτική•
благотворное действие ευεργετική επίδραση•
удушающее действие αποπνικτική (ασφυκτική) επίδραση•
не оказывает никакого -я δεν επιδρά καθόλου!•
разрушающее действие καταστρεπτική επίδραση•
под -ем κάτω από την επίδραση.
4. υπόθεση, δράση, θέμα λογοτεχνικού έργου•5. πράξη (θεατρικού έργου)•пьеса в трех -ях θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις.
6. πράξη (αριθμητική)•четыре -я арифметики οι τέσσερις πράξεις της αριθμητικής.
-
4 персонаж
-а α.πρόσωπο (λογοτεχνικού έργου)•комический персонаж κωμικό πρόσωπο•
персонаж пьесы πρόσωπο θεατρικού έργου.
-
5 сюжетный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноτης υπόθεσης έργου•-ое развитие η εξέλιζη της υπόθεσης έργου.
|| με υπόθεση•сюжетный фильм κινηματογραφική ταινία με υπόθεση.
-
6 джоуль
(J) физ. το τζάου, η μονάδα μέτρησης έργου ή ενέργειας (ισούται με 10^7 έργια).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > джоуль
-
7 дубляж
(фильма) η μεταγλώττιση, το ντουμπλάρισμα (ξεν.) (του έργου/της ταινίας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дубляж
-
8 завязка
1. см. завязывание 2. (начало действий, событий) η αρχή, η έναρξη, το ξεκίνημα 3. литер. η πλοκή (του λογοτεχνικού έργου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завязка
-
9 реферат
η σύντομη (επιστημονική) έκθεση, η περίληψη (επιστημονικού) έργου, έκθεσης, άρθρου κ.λπ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > реферат
-
10 триединство
η τριαδική ενότηταдраматическое литер. - του έργου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > триединство
-
11 фабульность
литер. η πλοκή του (λογοτεχνικού) έργου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фабульность
-
12 фоторепродукция
το φωτογραφικό αντίτυπο (ενός έργου τέχνης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фоторепродукция
-
13 фрагмент
το απόσπασμα (κάποιου έργου κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фрагмент
-
14 эквивалент
το ισοδύναμοτο ισότιμοη ισοδυναμίαη ισοτιμία- нагрузки (эл.элн.рад.) - του φορτίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эквивалент
-
15 отделка
отделкаж1. (действие) τό τελείωμα (οικοδομής, εργου τέχνης к.λ.π.)·2. (украшение) τό στόλισμα / ἡ γαρνιτούρα (у платья и т. п.). -
16 современность
современн||остьж \. ὁ σύγχρονος χαρακτήρας, ἡ ἐπικαιρότητα:\современность произведения ἡ ἐπικαιρότητα τοῦ ἐργου·2. (современная эпоха) ἡ σύγχρονη ἐποχή, ἡ σημερινή ἐποχή. -
17 act
[ækt] 1. verb1) (to do something: It's time the government acted to lower taxes.) ενεργώ2) (to behave: He acted foolishly at the meeting.) συμπεριφέρομαι3) (to perform (a part) in a play: He has acted (the part of Romeo) in many theatres; I thought he was dying, but he was only acting (= pretending).) παίζω, υποδύομαι (ρόλο)2. noun1) (something done: Running away is an act of cowardice; He committed many cruel acts.) πράξη2) ((often with capital) a law: Acts of Parliament.) νόμος3) (a section of a play: `Hamlet' has five acts.) πράξη (θεατρικού έργου)4) (an entertainment: an act called `The Smith Family'.) (θεατρικό) σκετς, `νούμερο`•- acting- actor
- act as
- act on
- act on behalf of / act for
- in the act of
- in the act
- put on an act -
18 action
['ækʃən]1) (something done: Action, not talking, is necessary if we are to defeat the enemy; Take action immediately; The firemen are ready to go into action.) δράση, ενέργεια2) (movement: Tennis needs a good wrist action.) κίνηση3) (a legal case: He brought an action for divorce against his wife.) αγωγή, μήνυση4) (the events (of a play, film etc): The action of the play takes place on an island.) η υπόθεση έργου, πχ. θεατρικού5) (a battle; fighting: He was killed in action; Our troops fought an action against the enemy.) μάχη•- out of action -
19 character
['kærəktə] 1. noun1) (the set of qualities that make someone or something different from others; type: You can tell a man's character from his handwriting; Publicity of this character is not good for the firm.) χαρακτήρας2) (a set of qualities that are considered admirable in some way: He showed great character in dealing with the danger.) χαρακτήρας3) (reputation: They tried to damage his character.) υπόληψη4) (a person in a play, novel etc: Rosencrantz is a minor character in Shakespeare's `Hamlet'.) πρόσωπο έργου5) (an odd or amusing person: This fellow's quite a character!) τύπος6) (a letter used in typing etc: Some characters on this typewriter are broken.) χαρακτήρας (γράμμα)•2. noun(a typical quality: It is one of his characteristics to be obstinate.) χαρακτηριστικό- characterize
- characterise
- characterization
- characterisation -
20 авторизовать
-зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. авторизованный, βρ: -ван, -а, -о, ρ.δ.κ.σ.επιτρέπω (μετάφραση έργου). || επιτρέπομαι.
См. также в других словарях:
ἔργου — ἔργνυμι imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) ἔργον weorc neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργολαβία ή σύμβαση μίσθωσης έργου — Αυτοτελής υποσχετική σύμβαση, με την οποία ένα πρόσωπο (ο εργολάβος) αναλαμβάνει την κατασκευή ενός έργου, δηλαδή την παραγωγή ή την τροποποίηση (με τη χρησιμοποίηση μέσων) ενός υλικού αντικειμένου, για λογαριασμό ενός άλλου (του εργοδότη), ο… … Dictionary of Greek
Βουλεύου δὲ πρό ἔργου. — βουλεύου δὲ πρό ἔργου. См. Сначала думай, а потом делай … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀρχὴ δήπου παντὸς ἔργου χαλεπώτερόν ἐστι. — См. Лиха беда начало! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Βουλεύου δὲ πρὸ ἔργου ὅπως μὴ μωρὰ πέληται. — См. С самого начала гляди и думай о конце … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τοὖργου — ἔργου , ἔργον weorc neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek
συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… … Dictionary of Greek