Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(ἐπὴ

  • 1 плетение

    ουδ.
    πλέξη, πλέξιμο. || το πλεκτό.
    εκφρ.
    плетение словес – πλοκή λέξεων, πομφόλυγες, σαπουνάφούσκες, ανεμώλια έπη, μπόσικα λόγια, αερολογίες.

    Большой русско-греческий словарь > плетение

  • 2 слово

    -а, πλθ. слова, слов, -ам
    κ. παλ. словеса, словес, -ам ουδ.
    1. λέξη•

    значение -а η σημασία της λέξης•

    иностранные -а ξένες λέξεις.

    2. ομιλία, γλώσσα.
    3. φράση• λόγος. || φλυαρία, αμετρολογία, αερολογίες, λόγια του αέρα, ανεμώλια έπη.
    4. υπόσχεση, λόγος•

    держать своё слово κρατώ το λόγο•

    связать себя -ом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο.

    5. αγόρευση•

    просить слово ζητώ το λόγο (να μιλήσω)•

    предоставить слово для доклада δίνω το λόγο για την εισήγηση•

    приветственное -χαιρετιστήρια ομιλία•

    вступительное слово εισαγωγική ομιλία, άνοιγμα (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• заключительное слово ομιλία κλεισίματος (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.) дар -а χάρισμα λόγου (ευφράδειας).

    6. παλ. έργο λόγου, πνευματικό έργο• πόνημα, σύγγραμμα• βιβλίο.
    7. πλθ. -а στίχοι (μελοποιημένοι).
    εκφρ.
    новое слово – καινούρια επίτευξη (επιστήμης κλπ.)• первое слово: α) το πρώτο, το αρχικό βήμα, το πρώτο ξεκίνημα; β)το πιο βασικό, το κύριο, το ουσιώδες•
    последнее слово – η τελευταία λέξη (η νεότατη επίτευξη)•
    одним -омκ. (απλ.) одно слово βλ. словом• слово в слово расказать διηγούμαι λέξη προς λέξη, κατά γράμμα, με το νι και με το σίγμα•
    слово за слово – απο λίγο-λίγο, βαθμιαία (για εξέλιξη συνομιλίας, λόγου)•
    на -ах – α) προφορικά, β) στα λόγια (όχι στην πράξη)•
    по -ам чьим – α) κατά τα λόγια του..., κατά τα λεγόμενα του... β) όπως λέγει (διδάσκει, γράφει,) ο...• в двух (в кратких коротких) -ах με δυο λόγια, σύντομα, κοντολογής•
    в одно слово – (για φράση, σκέψη) την ίδια, το ίδιο (κι εγώ)•.ταυτόχρονα κι εγώ•
    к -у (прийтись) – θυμούμαι επειδή ειπώθηκε τέτοια λέξη, κάτι μου θυμίζει η λέξη•
    от -а до -а ή до -а – όλα και λεπτομερέστατα•
    от -а к -у – από κουβέντα σε κουβέντα, στην πορεία της συνομιλίας•
    с первого -а – από την πρώτη λέξη (ευθύς εξ αρχής, αμέσως)•
    о чужих слов – από τα λεγόμενα των άλλων•
    слов ή слова нет – καμιά αντίρρηση ή συζήτηση• βέβαια, πραγματικά•
    нет слов как... – δεν μπορώ να εκφραστώ πως...• к -у сказать με την ευκαιρία αυτή θα πω, να προσθέσω•
    брать (взять) свои -а обратно – παίρνω το λόγο μου πίσω•
    знать (такое) слово – ξέρω μαγικήλέξη (επιτυχίας)•
    тратить -а понапрасну (попусту, зря) – χάνω τα λόγια μου μάταια, άδικα•
    быть господином (хозяином) своего -а ή своему -у – εκτελώ την υπόσχεση μου•
    не находить слов – δε βρίσκω λόγια (να ευχαριστήσω κ.τ.τ.)• слов не хватает βλ. προηγούμενη έκφραση.
    ουδ.
    παλαιά ονομασία του γράμματος «С»
    εκφρ.
    слово-ер; слово-ерик; слово-ер-с; слово-ерик-сπαλ. ονομασία του φθόγγου «С» που στον προφορικό λόγο μπαίνει στο τέλος των λέξεων σε ένδειξη εκτίμησης προς τον συνομιλητή: с – слово και του «Ъ» – ер, ерик.

    Большой русско-греческий словарь > слово

  • 3 суесловие

    ουδ.
    παλ. αερολογίες, α-εροκουβέντες, ανεμώλι,α έπη.

    Большой русско-греческий словарь > суесловие

См. также в других словарях:

  • ἐπῇ — ἔπειμι 1 sum pres subj act 3rd sg ἐφίημι send to aor subj act 3rd sg (ionic) ἐφίημι send to aor subj act 3rd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔπη — ἔπος vácas neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἔπος vácas neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕπῃ — ἕπομαι pres subj mp 2nd sg ἕπομαι pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναυπακτία έπη — Ποίημα, που αποδίδεται από τον λογογράφο Χάροντα, στον Καρκίνο από την Ναύπακτο. Άλλοι, ωστόσο, το αποδίδουν στον Μιλήσιο Νεοπτόλεμο. Είναι πιθανόν ο τίτλος του να μην προέρχεται από τη λέξη Ναύπακτος, αλλά από τη ναυπηγία της Αργώς (ναυν… …   Dictionary of Greek

  • ἐπήγνυον — ἐπή̱γνυον , ἐπάγνυμι break imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) ἐπή̱γνυον , ἐπάγνυμι break imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) πήγνυμι Aër. imperf ind act 3rd pl πήγνυμι Aër. imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήνεον — ἐπή̱νεον , ἐπί ἀνέω imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐπή̱νεον , ἐπί ἀνέω imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήνιον — ἐπή̱νιον , ἐπί ἀνέω imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἐπή̱νιον , ἐπί ἀνέω imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήνουν — ἐπή̱νουν , ἐπί ἀνέω imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἐπή̱νουν , ἐπί ἀνέω imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐπί ἑνόω make one imperf ind act 3rd pl (ionic) ἐπί ἑνόω make one imperf ind act 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕπηι — ἕπῃ , ἕπομαι pres subj mp 2nd sg ἕπῃ , ἕπομαι pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηγνύμην — ἐπη̱γνύμην , ἐπάγνυμι break imperf ind mp 1st sg (attic epic ionic) πήγνυμι Aër. imperf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήγνυ — ἐπή̱γνῡ , ἐπάγνυμι break imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἐπήγνῡ , πήγνυμι Aër. imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»