-
1 наука
-и θ.1. επιστήμη•естественные -и φυσικές επιστήμες•
точные -и θετικές επιστήμες•
передовая наука πρωτοπόρα επιστήμη•
заниматься -ой ασχολούμαι με την επιστήμη ή καλλιεργώ τις επιστήμες•
отдаться -е αποδίδομαι (αφοσιώνομαι) στις επιστήμες•
академия наук Ακαδημία επιστημών•
врачебная ιατρική επιστήμη•
словесные -и η φιλολογία•
военная наука στρατιωτική Ακαδημία•
общественные -и κοινωνικές επιστήμες•
гуманитарные -и οι ανθρωπιστικές επιστήμες (ιατρική, παιδαγωγική κ.τ.τ.).
2. διδασκαλία, μάθηση, σπουδή• μάθημα, δίδαγμα•отдить в -у δίνω για σπουδή•
вот тебе наука να για σένα δίδαγμα.
-
2 дело
дело с 1) (предмет, цель забот) η υπόθεση; το έργο (творение), το ζήτημα (вопрос ) -мира η υπόθεση της ειρήνης 2) (занятие, работа ) η δουλειά у меня много дел сегодня πολλές δουλειές έχω σήμερα 3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός 4) (поступок) το έργο, η πράξη 5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη 6) юр. η υπόθεση' ο φάκελος, гражданское (уголовное) - η αστική (ποινική) υπόθεση, как дела? πώς τα πάτε; в чём \дело? τι συμβαίνει; в самом деле? αλήθεια; - в том, что... πρό κειται για..., το ζήτημα είναι ότι... на деле στην πραγμα τικότητα, первым -м πρώτα απ'ολα* * *сде́ло ми́ра — η υπόθεση της ειρήνης
2) (занятие, работа) η δουλειάу меня́ мно́го дел сего́дня — πολλές δουλειές έχω σήμερα
3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός4) ( поступок) το έργο, η πράξη5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη6) юр. η υπόθεση; ο φάκελοςгражда́нское (уголо́вное) де́ло — η αστική (ποινική) υπόθεση
••как дела́? — πώς τα πάτε
в чём де́ло? — τι συμβαίνει
в са́мом де́ле? — αλήθεια
де́ло в том, что... — πρόκειται για..., το ζήτημα είναι ότι…
на де́ле — στην πραγματικότητα
пе́рвым де́лом — πρώτα απ'όλα
-
3 наука
-
4 влечь
влеч||ьнесов1. книжн. (тащить) σέρνω, τραβῶ, σύρω, ἐλκω·2. (привлекать) προσελκύω, ἐπισύρω:его \влечьет к науке τόν τραβάει ἡ ἐπιστήμη, ἐχει κλί· ση στήν ἐπιστήμή ◊ \влечь за собой συνε· πάγομαι, συνεπιφέρω· это \влечьет за собой тяжелые последствия αὐτό θά ἔχει σοβαρές συνέπειες, αὐτό συνεπάγεται σοβαρές συνέπειες. -
5 наука
нау́к||аж ἡ ἐπιστήμη:гуманитарные \наукаи οἱ ἀνθρωπιστικές ἐπιστήμες· точные \наукаи οἱ θετικές ἐπιστήμες· естественные \наукаи^ οἱ φυσικές ἐπιστήμες· заниматься \наукаой ἀσχολοδμαι μέ τήν ἐπιστήμη· Академия наук СССР ἡ 'Ακαδημία τῶν Επιστημῶν τῆς ΕΣΣΔ· ◊ это тебе бу́дет \наукаой αὐτό θά σοῦ γίνει μάθημα. -
6 автоматика
1. (отрасль науки и техники) η αυτοματική (επιστήμη) 2. (оборудо-вание, устройство) о αυτόματος εξοπλισμός, τα αυτόματα συστήματα 3. (настройки передатчика или приёмника) η αυτόματη ρύθμιση του αναμεταδότη ή δέκτη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автоматика
-
7 арабистика
η αραβιστική (η επιστήμη των αραβικών σπουδών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > арабистика
-
8 литературовед
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > литературовед
-
9 логопедия
η λογοθεραπεία, η επιστήμη και η θεραπεία της παιδικής βραδυγλωσ-σίας/των διαταραχών της ομιλίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > логопедия
-
10 переворот
1. (резкий перелом) η ανατροπή 2. (коренное изменение существующей общественно-политической системы) το πραξικόπημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переворот
-
11 предмет
1. (научная дисциплина) η επιστήμη, το μάθημα 2. (тема) το θέμα, το ζήτημα 3. (вещь) το αντικείμεν/ο, το είδος, το πράγμαупакованные - ы συσκευασμέναπροϊόντα/είδηхрупкие - ы εύθραυστα-α/είδηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предмет
-
12 русист
лингв. о φιλόλογος ειδικός της ρωσικής γλώσσαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > русист
-
13 системотехника
η επιστήμη των συστημάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > системотехника
-
14 стиховедение
литер. η στιχουργική, η επιστήμη της στιχουργίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стиховедение
-
15 сциентизм, сциенцизм
ο επιστημονισμός, η επιστήμη ως θρησκεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сциентизм, сциенцизм
-
16 футурология
η επιστήμη εξερεύνησης του μέλλοντοςη μελλοντολογίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > футурология
-
17 цветоведение
η επιστήμη των χρωμάτων και των αποχρώσεων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цветоведение
-
18 экономика
1. (учебная и научная дисциплина) τα οικονομικά, η οικονομική επιστήμη, η οικονομολογία, η οικονομική 2. (народное хозяйство) η οικονομί/αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > экономика
-
19 электроника
η ηλεκτρονική (επιστήμη, τεχνική)техническая - τεχνική -, τεχνολογική -транзисторная - των κρυσταλλολυχνίων/τρανζί-στορРусско-греческий словарь научных и технических терминов > электроника
-
20 дело
дел||ос1. (работа, занятие) ἡ δουλειά, ἡ ἀσχολία, ἡ ὑπόθεση [-ις]:у него́ много \делоа ἐχει πολλές δουλειές, εἶναι πολυάσχολος· приниматься за \дело καταπιάνομαι μέ τή δουλειά, καταπιάνομαι μέ τήν ὑπόθεση общественные \делоа οἱ δημόσιες (или οἱ κοινωνικές) ὑποθέσεις· он пошел по \делоам πήγε γιά δουλειά· болтаться без \делоа γυρίζω χασομέρης· у меня дел по горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά·2. (специальность, область знаний) ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη, ἡ βιομηχανία:военное \дело ἡ πολεμική τέχνη· горное \дело ἡ μεταλλευτική· столярное \дело ἡ ξυλουργική, ἡ ξυλουργία· издательское \дело ἡ ἐκδοτική ἐπιχείρηση, ἡ ἐκδοτική τέχνη· газетное \дело ἡ δημοσιογραφία, ἡ ἐφημεριδογραφία· он мастер своего \делоа εἶναι μάστορας στή δουλειά του·3. (предмет, цель забот, интерес) ἡ ὑπόθεση[-ις]:это его личное \дело εἶναι δική του δουλειά, εἶναι προσωπική του ὑπόθεση· мне нет \делоа до этого ἐγώ δέν ἀνακατεύομαι σ' αὐτή τήν ὑπόθεσή у мейя к вам \дело ἔχω νά σας μιλήσω· по личному \делоу γιά ἀτομική ὑπόθεση, γιά προσωπικό ζήτημα· правое \дело ἡ δίκαια ὑπόθεση· бороться за \дело мира ἀγωνίζομαι γιά τήν ὑπόθεση της εἰρήνης· \дело чести ζήτημα τιμής·4. (вопрос, существо) ἡ ὑπόθεση[-ις], τό πρά(γ)μα, τό ζήτημα:суть \делоа ἡ οὐσία της ὑπόθεσης· это к \делоу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·5. (деяние, поступок) τό ἐργο[ν]. ἡ πράξη [-ις]:доброе \дело ἡ καλή πράξη, это \дело всей его жизни εἶναι ἐργον ὅλης του τής ζωής'6. (событие, происшествие)^ ὑπόθεση [-ις], ἡ δουλειά, τό γεγονός:загадочное \дело ἡ μυστηριώδης, ἡ αίνιγ-ματική ὑπόθεση· \дело было осенью αὐτό συνέβη τό φθινόπωρο· это \дело прошлое αὐτό ἀνήκει στό παρελθόν7. (положение вещей, обстоятельства) τά πρά(γ)-ματα, οἱ δουλειές:как ваши \делоа? πῶς πάνε οἱ δουλειές, πῶς πάνε τά πράματα;·8. юр. ἡ ὑπόθεση [-ις]:гражданское (уголовное) \дело ἡ ἀστική (ή ποινική) ὑπόθεση· возбудить \дело κινώ ἀγωγή, ἐνάγω· выиграть \дело κερδίζω τήν ὑπόθεση, κερδίζω τή δίκη·9. канц. ὁ φάκελλος:личное \дело ὁ ἀτομικός φάκελλος·10. (круг ведения) ἡ ἀρμοδιότητα [-ης], ἡ δικαιοδοσία:это \дело прокурату́ры αὐτό ὑπάγεται στήν ἀρμοδιότητα τῆς είσαγγελίας· вмешиваться не в свое \дело ἀνακατεύομαι σέ ξένες ὑποθέσεις·11. (предприятие) уст. ἡ ἐπιχείρηση [-ις] / ὁ ἐμπορικός οίκος (фирма)· ◊ \дело вкуса ζήτημα γούστου· в чем \дело? τί συμβαίνει;· не в этом \дело δέν πρόκειται γί αὐτό· это другое \дело εἶναι ἄλλη ὑπόθεση· на \делое στήν πραγματικότητα· в самом \делое πράγματι, πραγματικά, στ' ἀλήθεια, ἀληθώς· то и \дело... ὅλο καί...· первым \делоом πρίν ἀπ' ὅλα, πρῶτα πρῶτα· между \делоом μεταξύ ἀλλων \дело в том, что... τό ζήτημα εἶναι ὀτι.. · говорить \дело (ό)μιλῶ σοβαρά· хорошенькое \дело! ирон. ὠραία δουλειά!· в том то и \дело, что... αὐτό εἶναι ἀκριβώς τό ζήτημα, ὀτι...· ну и \дело с концом! καί μ' αὐτό τελειώσαμε!· виданное ли это \делоΙ ποϋ ξανακούστηκε νά...!· быть не у дел δέν εἶμαι στά πράγματα· \дело мастера боится погов. ἡ κάθε δουλειά θέλει τό μάστορα της.
См. также в других словарях:
Επιστήμη — (episteme) (греч.) знание (точное); наука. Достоверное знание. см. Мнение и знание. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ἐπιστήμη — acquaintance with fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστήμῃ — ἐπιστήμη acquaintance with fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
επιστήμη — η 1. πλήρης και ακριβολογημένη γνώση ορισμένων θεμάτων. 2. σύνολο γνώσεων που αναφέρονται σε ορισμένο κύκλο φαινομένων και που υπάγονται σε γενικούς νόμους, καθώς και η μεθοδική έρευνα αυτών των φαινομένων: Θετικές επιστήμες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… … Dictionary of Greek
εικονολογία — Επιστήμη μελέτης της εικονογραφίας. Ο όρος ε. αναφέρεται για πρώτη φορά στο ομότιτλο βιβλίο του Τσέζαρε Ρίπα (Ρώμη, 1593), παρότι εκεί η λέξη έχει την έννοια της φανταστικής δημιουργίας συμβόλων, εικόνων ή προσωποποιήσεων. Η σύγχρονη επιστήμη της … Dictionary of Greek
φαρμακολογία — Επιστήμη που μελετά τις ουσίες που έχουν την ικανότητα να προκαλούν λειτουργικές μεταβολές στα κύτταρα και στους οργανισμούς. Η φ. δεν περιορίζεται στη μελέτη των θεραπευτικών ουσιών, αλλά επεκτείνει το ενδιαφέρον της και στα δηλητήρια και στις… … Dictionary of Greek