-
1 танк
I.(бак, цистерна, отсек для хранения или транспортировки жидкостей) η δεξαμενή, το δοχείοбалластный мор. - του έρματοςбортовой мор. πλευρική -закалочный мет. - βαφήςмеждудонный мор. - των διπυθμένων/του διπυθμένουпереливной мор. - υπερχείλισηςсудовой - του πλοίου/σκάφουςтопливный мор. - καυσίμωνII.(боевая бронемашина на гусеничном ходу) το (ερπυστριοφόρο) άρμα μάχηςразг. το τανκ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > танк
-
2 танк
-
3 колесийца
колесийц||аж τό ἄρμα, ἡ ἀμαξα, ὁ δίφρος:боевая \колесийца τό πολεμικό ἄρμα· погребальная \колесийца ἡ νεκροφόρος ἄμαξα· ◊ последняя спи́ца в \колесийцае разг ὁ πέμπτος τροχός τής ἀμάξης. -
4 снасть
снастьж1. мор. τά ἐξάρτια, ἡ ἀρμα· τωσιά·2. (совокупность орудий) τά σύνεργα:рыболовная \снасть τά σύνεργα τοῦ ψαρά -
5 таик
таикм τό τανκ, τό ἄρμα μάχης. -
6 таикетка
таикеткаж1. воен. τό μικρό τανκ, τό μικρό ἄρμα μάχης·2. (женская обувь) γυναικεία πέδιλα -
7 тяжелый
тяжел||ыйприл1. βαρύς:\тяжелый гру́з τό βαρύ φορτίο· \тяжелый чемодан ἡ βαρειά βαλί-τσα·2. (суровый) βαρύς/ αὐστηρός (строгий):\тяжелыйое наказание ἡ βαρειά ποινή· \тяжелыйая ответственность ἡ βαρειά εὐθύνη· \тяжелыйая вина τό βαρύ πταίσμα, τό σοβαρό σφάλμα· \тяжелыйое преступление τό βαρύ ἔγκλημα·3. (трудный, утомительный) δύσκολος, βαρύς, κουραστικός:\тяжелый труд ὁ βαρύς κόπος· \тяжелыйая работа ἡ βαρειά ἐργασία· \тяжелыйая задача τό δύσκολο καθήκο·4. (серьезный) σοβαρός:\тяжелыйая болезнь ἡ σοβαρή ἀσθένεια·5. (мучительный) δύσκολος, βαρύς, λυπηρός, θλιβερός:\тяжелыйое зрелище τό λυπηρό θέαμα· \тяжелыйое чу́вство τό βαρύ αίσθημα· \тяжелый день ἡ βαρειά ἡμέρα· \тяжелыйые времена οἱ δύσκολοι καιροί· ◊ \тяжелыйая промышленность ἡ βαρειά βιομηχανία· \тяжелыйая артиллерия τό βαρύ πυροβολικό· \тяжелый танк βαρύ ἄρμα μάχης· \тяжелыйое топливо ἡ βαρειά καύσιμη ὕλη· \тяжелыйое дыхание ἡ δύσκολη ἀναπνοή· \тяжелый сон ὁ βαρύς ὑπνος· \тяжелыйая голова τό βαρύ κεφάλι (άπ' τήν ἀϋπνία)· \тяжелый шаг τό βαρύ βήμα \тяжелый нрав ὁ ἰδιότροπος χαρακτήρας· \тяжелый на подъем ὁ τεμπέλης, ὁ δυσκίνητος· \тяжелый воздух ἡ βαρειά ἀτμόσφαιρα· \тяжелыйая пища ἡ δύσπεπτη τροφή· \тяжелыйая рука́ τό βαρύ χέρι· с \тяжелый-ым сердцем μέ βαρειά καρδιά. -
8 дойти
дойду, дойдшь, παρλθ. χρ. дошл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. дошедший ρ.σ.1. φτάνω, πηγαίνω ως•дойти до дома пешком φτάνω ως το σπίτι πεζός•
танк -шёл до моста το άρμα μάχης έφτασε ως τή γέφυρα•
письмо ещё не -шло το γράμμα ακόμα δεν έφτασε.
2. διαδίδομαι (για ήχο, μυρουδιά κλπ.)• выстрели -шли до нас οι πυροβολισμοί ακούστηκαν ως εμάς•весть -шла до них η είδηση έφτασε ως αυτούς•
-шёл слух έφτασε η φήμη.
|| γίνομαι κατανοητός, αισθητός•лекция не -шла до меня τη διάλεξη δεν την κατάλαβα.
3. αναπτύσσομαι, αυξαίνω, ανεβαίνω, φτάνω ως•мороз -шёл до 22 градусов το ψύχος έφτασε στους 22 βαθμούς•
дойти до совершенства φτάνω ως το τέλειο•
любовь его -шла до безумия η αγάπη του έφτασε ως την τρέλλα•
дойти до крайности φτάνω ως τα άκρα•
вот до чего мы -шли! να που καταντήσαμε!дело -шло до того, что... η υπόθεση έφτασε σε σημείο που...
4. έρχομαι•-дёт и до тебя очередь θα έρθει και σένα η σειρά.
5. ψήνομαι, τηγανίζομαι• βράζω• γίνομαι•пирог -шёл η πίτα ψήθηκε.
|| ωριμάζω•помидоры -шли οι ντομάτες ωρίμασαν.
6. κατορθώνω•он дошл своим умом до разрешения задачи αυτός μπόρεσε κι έλυσε το πρόβλημα μόνος του.
εκφρ.дойти до сведения – πληροφορούμαι, φτάνει• στ' αυτιά μου•руки не -шли ή не доходят – δεν έχω καιρό (να πάνω κάτι,).. -
9 колесница
-ы θ.1. αρχαιοελληνικό δίτροχο αμάξι• άρμα, δίφρος.2. παλ. άμαξα•погребальная колесница η νεκροφόρ•
позорная колесница άμαξα διαπόμπευσης.
-
10 нанизывать
-
11 танк
-
12 танкетка
См. также в других словарях:
ἇρμα — ἄρμα , ἄρμα that which one takes neut nom/voc/acc sg ἄρμᾱ , ἄρμα that which one takes fem nom/voc/acc dual ἄρμᾱ , ἄρμα that which one takes fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρμα — that which one takes neut nom/voc/acc sg ἄρμᾱ , ἄρμα that which one takes fem nom/voc/acc dual ἄρμᾱ , ἄρμα that which one takes fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἅρμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅρμα — chariot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… … Dictionary of Greek
Άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * Ἅρμα, το (Α) 1.… … Dictionary of Greek
άρμα μάχης — Όχημα, ερπυστριοφόρο και θωρακισμένο, οπλισμένο βασικά με πυροβόλο και πολυβόλα. Τα ά.μ. χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να κινούνται σχεδόν σε οποιοδήποτε έδαφος από την προστασία του θώρακα και την ισχύ πυρός. Διακρίνονται σε ελαφρά (για … Dictionary of Greek
άρμα — I (λ. λατιν.), συνήθως στον πληθ. άρματα, τα όπλο, όπλα: Πέθαναν με τ άρματα στο χέρι. Φρ. «βάζω κάτω (ή ρίχνω) τ άρματα», αναγνωρίζω πως νικήθηκα (κυριολ. και μτφ.). II ατος 1. αρχαίο πολεμικό όχημα δίτροχο, ελαφρύ, που το έσερναν δύο ή τέσσερα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αρμά (Αγίου Γεωργίου), μονή — Ανδρικό μοναστήρι του νομού Ευβοίας, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Χαλκίδας. Ο χρόνος ίδρυσης του μοναστηριού παραμένει άγνωστος. Από την τοιχοδομία και τα άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία προκύπτει ότι το καθολικό χτίστηκε σε διάφορες εποχές.… … Dictionary of Greek
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek
ἄρμ' — ἄρμα , ἄρμα that which one takes neut nom/voc/acc sg ἄρμαι , ἄρμα that which one takes fem nom/voc pl ἄρμᾱͅ , ἄρμα that which one takes fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)