-
1 Burden
subs.Burden carried in the arms: V. βάσταγμα, τό.met., of anything that gives trouble: Ar. and P. φορτίον, τό, V. ἄχθος, τό, βάρος, τό, φόρτος. ὁ.Hindrance: P. ἐμπόδισμα, τό.The burden of sickness: V. τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος (Soph., Phil. 755).A ship of six hundred talents burden: P. πλοῖον εἰς πεντακόσια τάλαντα ἄγον μέτρα (Thuc. 4, 118).The clerk of the city came forward and read the Athenians ( the letter), the burden of which was as follows: P. ὁ γραμματεὺς τῆς πόλεως παρελθὼν ἀνέγνω, τοῖς Ἀθηναίοις (τὴν ἐπιστολὴν) δηλοῦσαν τοιάδε (Thuc. 7, 10).Beast of burden: see under Beast.——————v. trans.met.: see Distress.Burdened with: V. σεσαγμένος (gen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Burden
-
2 Cumbrance
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cumbrance
-
3 Encumbrance
subs.Hindrance: P. ἐμπόδισμα, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Encumbrance
-
4 бремя
бремяс τό φορτίο[ν], τό βάρος, τό ἀχθος:\бремя лет τό ἄχθος τοῦ γήρατος; \бремя забот τό βάρος (или τό πλήθος) φροντίδων быть \бремяенем для кого́-л. εἶμαι βάρος (или φορτίο) σέ κάποιον ◊ разрешиться от \бремяени ἐλευθερώνομαι, γεννώ, τίκτω. -
5 Load
v. trans.Be loaded: also V. βρίθεσθαι.Be loaded with: P. and V. γέμειν (gen.).A weight enough to load three waggons: V. τρισσῶν ἁμαξῶν ὡς ἀγώγιμον βάρος (Eur., Cycl. 385).Loaded with money: P. πλήρης ἀργυρίου.Load with reproaches: P. ὀνείδεσι περιβάλλειν (Dem. 740). V. ἀράσσειν ὀνείδεσι; see Reproach, Abuse.Distress: P. and V. πιέζειν.——————subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Load
-
6 груз
1. (товар, кладь) το φορτί/ο, το εμπόρευμαнасыпной - χύδην/σε χύμαнеобъявленный - (не включённый в таможенную декларацию) см. незаявленный -2. (весовой признак) το βάρος 3.(тяжёлый предмет) το φορτίο, το άχθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > груз
-
7 груз
грузм1. (тяжесть, ноша) τό φορτίο, τό βάρος·2. (тозар при перевозке) τό φορτίο[ν], τό φόρτωμα·3. перен (тяжесть, бремя) τό βάρος, τό ἄχθος, τό φορτίο[ν]. -
8 ноша
но́шаж τό φορτίον, τό ἄχθος, τό βάρος, τό φόρτωμα:тяжелая \ноша τό βαρύ φορτίο. -
9 обуза
обу́з||аж τό βάρος, τό ἄχθος / ἡ ἀγγαρεία (бремя):тяжкая \обуза ἡ βαρειά ἀγγαρεία· быть \обузаой для кого-л. εἶμαι βάΡος γιά κάποιον. -
10 тяжесть
тяжест||ьж1. фаз· τό βάρος, ἡ βαρύτητα, ἡ βαρύτης:сила \тяжестьи ἡ δύναμη τής βαρύτητας·2. (груз) τό βάρος, τό φορτίο[ν], ὁ φόρτος:перевозка \тяжестьей ἡ μεταφορά φορτίων центр \тяжестьи τό κέντρο τοῦ βάρους·3. перен τό βάρος, τό ἄχθος, ἡ σοβαρότητα:у меня на душе какая-то \тяжесть ἔχω κάποιο βάρος στήν καρδιά· \тяжесть забот τό βάρος τῶν φροντίδων \тяжесть преступления ἡ σοβαρότητα τοῦ ἐγκλήματος. -
11 бремя
-мени ουδ.βάρος, φορτίο, άχθος•-непосильное βάρος ασήκωτο.
|| μτφ. θλίψη,πίεση•бремя лет το βάρος των χρόνων.
|| μτφ. καταπίεση•под -ем κάτω από την καταπίεση.
-
12 гнёт
-а α.1. βάρος, άχθος, πέζο. || στενοχώρια, θλίψη, βάσανο, βασάνισμα.2. καταπίεση•царство -а и насилия βασίλειο καταπίεσης και βίας•
национальный гнёт εθνική καταπίεση.
-
13 груз
-а α.1. βάρος•подвесить груз κρεμώ βάρος.
2. φορτίο, φορτιό, φόρτωμα, άχθος. -
14 ноша
-и θ. (κυρλξ. κ. μτφ.) φορτίο, άχθος, βάρος•ноша дров φορτίο καυσόξυλων•
всякому своя ноша тяжела παρμ. καθένας κλαίει το χάλι του (κι ο μυλωνάς τ αυλάκι).
-
15 обуза
-ы θ.βάρος, άχθος, φόρτος, -τίο, φόρτωμα• αγγαρεία•взвалить на кого-н. -у επιβαρύνω κάποιον, αγγαρεύω•
сделаться для кого -ой γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
быть -ой для кого-л. είμαι βάρος σε κάποιον.
-
16 пришибленность
-и θ.άχθος, πόνος κρυφός, καημός• μαράζι σαράκι. -
17 свинец
-нца α.1. μόλυβδος, μολύβι.2. μτφ. σφαίρα, βολίδα, βόλι.εκφρ.свинец на душе, на сердце – βάρος (άχθος) στην ψυχή, στην καρδιά•лечь -цом на душу, на сердце – κάθομαι βάρος στην ψυχή, στην καρδιά•голова как -цом налита – το κεφάλι μου είναι βαρύ σαν μολύβι (πάσχει από βαρυαλγία). -
18 тяжесть
-и θ.1. βαρύτητα•центртяжестьи κέντρο βαρύτητας•
силатяжестьи η δύναμη της βαρύτητας.
2. βάρος, άχθος•тяжесть ноши το βάρος του φορτίου.
|| αντικείμενο βαρύ. || πλθ. тяжестьи (αθλτ.) τα βάρη άρσης.3. δυσκολία, δυσχέρεια.4. αυστηρότητα, σκληρότητα.5. επάχθεια, θλίψη, καταθλιπτ ικότητα. || κατήφεια, σκυθρωπότητα• μελαγχολία. || απέχθεια.εκφρ.центр -и – το κέντρο του βάρους (το κυριότερο, το βασικότερο). -
19 Incubus
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Incubus
-
20 Top-heavy
adj.The building becoming top-heavy suddenly collapsed: P. τὸ οἴκημα λαβὸν μεῖζον ἄχθος ἐξαπίνης κατερράγη (Thuc. 4, 115).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Top-heavy
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄχθος — burden neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άχθος — το (AM) βάρος, φορτίο μσν. φρ. «ἄχθη τῆς θαλάσσης» κήτη αρχ. 1. στενοχώρια, λύπη, βάρος 2. φρ. (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «ἄχθος ἀρούρης» ενόχληση, βάρος της γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άχθομαι. ΠΑΡ. αρχ. αχθεινός, αχθίζω. ΣΥΝΘ. αχθοφόρος,… … Dictionary of Greek
άχθος — το βάρος, λύπη, στενοχώρια: Κοντά στ άλλα είχε και το άχθος του γιου του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐτώσιον ἄχθος ἀρούρης. — См. Землю тяготить. ἐτώσιον ἄχθος ἀρούρης. См. Как его земля носит! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀχθῶν — ἄχθος burden neut gen pl (attic epic doric) ἀχθέω load pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχθεα — ἄχθος burden neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχθεος — ἄχθος burden neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχθεσι — ἄχθος burden neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχθεσιν — ἄχθος burden neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχθους — ἄχθος burden neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχθει — ἄχθομαι to be loaded pres ind mp 2nd sg ἄχθος burden neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἄχθεϊ , ἄχθος burden neut dat sg (epic ionic) ἄχθος burden neut dat sg ἄ̱χθει , ἀχθέω load imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀχθέω load pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)