Перевод: со всех языков на греческий

(ἄρουραν

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • ἄρουραν — ἄρουρα a ro u ra i fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • чужую траву косит, а своя на стебле вянет — Чужую пашню пашет, а своя в залежи. Ср. L en ne doit pas mettre la faux en autruy blé. Prov. Gallic. Manuscr. XV s. Ср. Le Roux; de Lincy. Pr. fr. Ср. Fundum alienum arat, incultum familiarem deserit. Пашню чужую пашет, свою оставляет… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Чужую траву косит, а своя на стебле вянет — Чужую траву коситъ, а своя на стеблѣ вянетъ. Чужую пашню пашетъ, а своя въ залежи. Ср. L’en ne doit pas mettre la faux en autruy blé. Prov. Gallic. Manuscr. XV s. Ср. Le Roux de Lincy. Pr. fr. Ср. Fundum alienum arat, incultum familiarem deserit …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • бразда — БРАЗД|А1 (8*), Ы с. Борозда. Образн.: Сн҃е не сѣи на браздахъ неправьды. и не пожьши ихъ седмерицею. (ἐπ’ αὔλακας) Изб 1076, 141; множащи б҃жствьноую пшеницю. бразды напа˫аѥмы˫а ѡ(т) оджени˫а нб҃снаго. СбТр XII/XIII, 111 об.; Нынѣ ратаи слова,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ASAEL — I. ASAEL Latine fecit Deus, Zerviae fil. frater Ioab, Davidis nepos. 2. Sam. c. 2. v. 18. ubi legimus: Eratque Asahel celer pedibus, ut caprear um aliqua quae degit in agro. De quo Iosephus perhibet, quod ἵππον καταςτάντα εἰς ἅμιλλαν praevertetet …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μελάμβωλος — μελάμβωλος, ον (Α) (για τη γη) 1. αυτός που έχει μαύρους βώλους, μαύρο έδαφος 2. εύφορος («μελάμβωλον κατ ἄρουραν», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + βῶλος, (πρβλ. καλλό βωλος, χρυσό βωλος)] …   Dictionary of Greek

  • μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …   Dictionary of Greek

  • ομαλύνω — (Α ὁμαλύνω) καθιστώ κάτι ομαλό, επίπεδο, ισιώνω («ἀφαιροῡντα δὲ τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων ὁμαλῡναι τὴν ἄρουραν», Αριστοτ.) νεοελλ. εξαλείφω τις ανωμαλίες, εξομαλύνω αρχ. 1. φέρνω το σώμα στην κανονική του θερμοκρασία 2. καθιστώ κάτι κανονικό,… …   Dictionary of Greek

  • πάτριος — α, ο / πάτριος, ία, ον και πάτριος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που προέρχεται από τους πατέρες, από τους προγόνους, κληρονομικός, πατροπαράδοτος (α. «πάτριοι νόμοι» β. «πάτριοι θεοί») 2. αυτός που ανήκει στον πατέρα ή στους πατέρες, στους προγόνους… …   Dictionary of Greek

  • τρίπολος — ον, Α (για χωράφι) αυτός που οργώθηκε τρεις φορές (α. «νειῷ ἐνὶ τριπόλῳ», Θεόκρ. β. πίειραν ἄρουραν, εὐρεῑαν, τρίπολον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πόλος (< πέλομαι)] …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»