Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

(ἄλλους

  • 1 considerate

    [kən'sidərət]
    (thoughtful about others: He is always considerate to elderly people.) που σέβεται/λογαριάζει τους άλλους
    - considering
    - take into consideration

    English-Greek dictionary > considerate

  • 2 keep up with the Joneses

    ['‹ounziz] (to have everything one's neighbours have: She didn't need a new cooker - she just bought one to keep up with the Joneses.) δεν υστερώ (από τους άλλους)

    English-Greek dictionary > keep up with the Joneses

  • 3 last

    I 1. adjective
    1) (coming at the end: We set out on the last day of November; He was last in the race; He caught the last bus home.) τελευταίος
    2) (most recent; next before the present: Our last house was much smaller than this; last year/month/week.) προηγούμενος, περασμένος
    3) (coming or remaining after all the others: He was the last guest to leave.) τελευταίος
    2. adverb
    (at the end of or after all the others: He took his turn last.) τελευταία, για τελευταία φορά: τελευταίος, μετά τους άλλους
    - at long last
    - at last
    - hear
    - see the last of
    - the last person
    - the last straw
    - the last thing
    - the last word
    - on one's last legs
    - to the last
    II verb
    1) (to continue to exist: This situation lasted until she got married; I hope this fine weather lasts.) διαρκώ, διατηρούμαι
    2) (to remain in good condition or supply: This carpet has lasted well; The bread won't last another two days - we'll need more; This coat will last me until I die.) κρατώ, διατηρούμαι
    - last out

    English-Greek dictionary > last

  • 4 Allow

    v. trans.
    Measure out: P. and V. μετρεῖν.
    Concede: P. and V. συγχωρεῖν.
    Confess: P. and V. ὁμολογεῖν (rare V.).
    Grant: P. and V. διδόναι, νέμειν, P. παραδιδόναι, V. εἴκειν; see Grant.
    Permit ( persons): P. and V. ἐᾶν, ἐφέναι (dat.), συγχωρεῖν (dat.), μεθιέναι (dat.), παριέναι (dat.), παρέχειν (dat.), Ar. and P. ἐπιτρέπειν (dat.).
    Allow ( put up with) things: P. and V. νέχεσθαι, Ar. and V. ἐξανέχεσθαι; see Endure.
    Allow to (with infin.): P. and V. ἐᾶν (acc.), παριέναι (dat.), ἐφέναι (dat.), V. παρέχειν (dat.).
    Allow a person to be injured: Ar. and P. περιορᾶν or P. προΐεσθαί τινα ἀδικούμενον.
    She will not allow others to bear children: V. οὐκ ἀνέξεται τίκτοντας ἄλλους (Eur., And. 711).
    He privily begets sons and allows them to perish: παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρα θνήσκοντας ἀμελεῖ (Eur., Ion, 438).
    Allow for, take into account: P. ὑπολογίζεσθαι, ὑπόλογον, ποιεῖσθαι (gen.).
    Allow of, admit of: P. ἐνδέχεσθαι (acc.); see admit of.
    Allowed, it is: P. and V. ἔξεστι, πρεστι, πρα, παρείκει, παρέχει, P. ἐγχωρεῖ, Ar. and P. ἐγγίγνεται, ἐκγίγνεται.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Allow

  • 5 Complete

    adj.
    P. and V. τέλειος, τέλεος, παντελής, ἐντελής, P. ἐπιτελής.
    Full: P. and V. πλήρης; see also Absolute, Finished.
    ——————
    v. trans.
    Accomplish: P. and V. ντειν, καταντειν, πράσσειν, διαπράσσειν (or mid., P.), ἐργάζεσθαι, κατεργάζεσθαι, περαίνειν, διαπεραίνειν (Plat.), τελεοῦν (V. τελειοῦν), V. ἐξαντειν, τελεῖν (rare P.), τελευτᾶν, ἐκτελευτᾶν, ἐκπράσσειν, ἐκπεραίνειν, κραίνειν, ἐπικραίνειν, P. ἐπιτελεῖν, Ar. and P. περγάζεσθαι; see work out.
    Fill up, make complete: P. and V. πληροῦν, ἐκπληροῦν, V. ἐκπιμπλναι, P. ἀναπληροῦν.
    The other labours he has completed: V. καὶ τοὺς μὲν ἄλλους ἐξεμόχθησεν πόνους (Eur., H.F. 22).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Complete

  • 6 Let

    v. trans.
    Let for hire: Ar. and P. μισθοῦν, P. ἀπομισθοῦν, ἐκμισθοῦν.
    Be let ( of a house): P. μισθοφορεῖν ( bring in rent).
    Let off, let go: P. and V. φιέναι (acc.), μεθιέναι (acc.).
    Acquit: P. and V. λύειν, ἐκλύειν, φιέναι, Ar. and P. πολύειν.
    Pardon: P. and V. συγγιγνώσκειν (dat.); see Pardon.
    Be let off, be acquitted: P. and V. φεύγειν, Ar. and P. ποφεύγειν.
    Let out, allow to go out: P. and V. ἐξιέναι; see also Release.
    Let out ( a rope): V. ἐξιέναι.
    Dismiss: Ar. and P. ποπέμπειν.
    Let out on hire: Ar. and P. μισθοῦν, P. ἐκμισθοῦν, ἀπομισθοῦν.
    Let out on contract: P. ἐκδιδόναι.
    Let slip ( an opportunity): P. ἀφιέναι, παριέναι.
    Tell, betray: P. and V. ἐκφέρειν, μηνύειν.
    Allow: P. and V. ἐᾶν ἐφιέναι (dat.), παριέναι (dat.).
    Let a person be injured: Ar. and P. περιορᾶν, or P. προΐεσθαί τινα ἀδικούμενον.
    She will not let others bear children: V. οὐκ ἀνέξεται τίκτοντας ἄλλους (Eur., And. 711).
    He privily begets sons and lets them perish: V. παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρα θνήσκοντας ἀμελεῖ (Eur., Ion, 438).
    Let alone: P. and V. ἐᾶν (acc.).
    Let be: P. and V. ἐᾶν (acc. or absol.).
    Exclamatory: V. τω, ἔα, ἔασον.
    Let down: P. and V. καθιέναι (acc.).
    Let down one's hair: V. καθιέναι κόμας.
    Let oneself down: P. and V. καθιέναι ἑαυτόν, P. συγκαθιέναι ἑαυτόν. Ar. καθιμᾶν ἑαυτόν.
    Let fall: P. and V. παριέναι (acc.) (Thuc. 4, 38), φιέναι (acc.) (Thuc. 2, 76): see Drop.
    Of tears: see Shed.
    Let go: P. and V. φιέναι, νιέναι, μεθιέναι, V. ἐξανιέναι.
    Let go of: P. and V. φεσθαι (gen.), Ar. and V. μεθεσθαι (gen.).
    Let in: P. and V. εἰσφρεῖν, παριέναι, εἰσδέχεσθαι, εἰσγειν, προσδέχεσθαι, V. παρεισδέχεσθαι, ἐπεισφρεῖν, P. παραδέχεσθαι, προσίεσθαι, εἰσιέναι.
    Let loose: P. and V. λύειν, φιέναι; see Release.
    Let loose upon: P. and V. ἐφιέναι (τί τινι), P. ἐπιπέμπειν (τί τινι); see launch against.
    Let through: P. and V. διιέναι, Ar. and P. διαφρεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Let

  • 7 Mood

    subs.
    P. and V. τρόπος, ὁ, ἦθος, τό, ὀργή, ἡ.
    Why do you pass thus from one mood to another: V. τί δʼ ὧδε πηδᾶς ἄλλοτʼ εἰς ἄλλους τρόπους (Eur., Tro. 67).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mood

  • 8 Situated

    adj.
    P. and V. κείμενος.
    Be situated, v.: P. and V. κεῖσθαι.
    Of affairs, etc.: use P. and V. ἔχειν.
    Do not drive to despair all others situated as I am: P. μὴ τοὺς ἄλλους τοὺς ὁμοίως ἐμοὶ διακειμένους ἀθυμῆσαι ποιήσητε (Lys. 168).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Situated

  • 9 Two

    adj.
    P. and V. δύο, δισσοί (Dem. 199, also Plat. and Isoc.), V. διπλοῦς, Ar. and V. δίπτυχοι.
    The number two: P. δυάς, ἡ.
    Two together: P. σύνδυο.
    I think I have made more money than any two other sophists together that you like to name: P. οἶμαι ἐμὲ πλείω χρήματα εἰργάσθαι ἢ ἄλλους σύνδυο οὕστινας βούλει τῶν σοφιστῶν (Plat., Hipp. Maj. 282E).
    In two: P. and V. δχα, P. διχῆ.
    Cut in two: P. τέμνειν δίχα.
    In two ways: P. διχῆ.
    Two-fifths: P. τῶν πέντε αἱ δύο μοῖραι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Two

См. также в других словарях:

  • ἅλλους — ἄλλους , ἄλλος y masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλλους — ἄλλος y masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄλλους — ἄλλους , ἄλλος y masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»