Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(ἄλγος

  • 1 боль

    боль ж о πόνος, το άλγος острая \боль о έντονος πόνος боли в желудке о στομαχόπονος испытывать \боль αισθάνομαι πόνο
    * * *
    ж
    ο πόνος, το άλγος

    о́страя боль — ο έντονος πόνος

    бо́ли в желу́дке — ο στομαχόπονος

    испы́тывать боль — αισθάνομαι πόνο

    Русско-греческий словарь > боль

  • 2 прискорбие

    ουδ.
    παλ. θλίψη, λύπη, άλγος•

    душевное прискорбие θλίψη της ψυχής, ψυχικό άλγος•

    к -ю моему για δική μου θλίψη•

    с -ем με θλίψη, με λύπη.

    Большой русско-греческий словарь > прискорбие

  • 3 боль

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > боль

  • 4 боль

    боль
    ж ὁ πόνος, τό ᾶλγος:
    зубная \боль ὁ πονόδοντος; головная \боль ἡ κεφαλαλγία, ὁ πονοκέφαλος; испы́тывать (причинять) \боль αἰσθάνομαι (προξενώ) πόνο.

    Русско-новогреческий словарь > боль

  • 5 боль

    θ.
    πόνος, οδύνη, άλγος•

    головная боль πονοκέφαλος, κεφαλόπονος, κεφαλαλγία•

    испытывать боль αισθάνομαι, πόνο•

    зубная боль πονόδοντος, οδονταλγία•

    острая боль οξύς (δυνατός) πόνος.

    || μτφ. θλίψη, λύπη, στενοχώρια•

    душевная боль ψυχικός πόνος•

    с -ыо в сердце με πόνο στην καρδιά.

    Большой русско-греческий словарь > боль

  • 6 пронзить

    -нжу, -нзишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пронзнный, βρ: -зн, -зена, -зено
    ρ.σ.μ.
    1. διατρυπώ, διαπερνώ•

    пронзить насквозь διατρυπώ πέρα-πέρα•

    пронзить штыком λογχίζω διαμπερώς.

    2. μτφ. θλίβω, βασανίζω, προξενώ άλγος, πληγώνω•

    пронзить больго сердце πληγώνω την καρδιά•

    душу πληγώνω την ψυχή.

    Большой русско-греческий словарь > пронзить

  • 7 разбить

    разобью, разобьшь, προστκ. разбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбитый, βρ: -бит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω•

    разбить камень σπάζω πέτρα•

    разбить тарелку σπάζω πιάτο•

    в дребезги θρυμματίζω, κάνω κομμάτια.

    || μτφ. προξενώ μεγάλο άλγος•

    разбить сердце, душу συντρίβω την καρδιά, την ψυχή.

    || μτφ. χαλνώ, χαντακώνω, καταστρέφω.
    2. χτυπώ δυνατά•

    разбить голову σπάζω το κεφάλι•

    разбить нос в кровь χτυπώ δυνατά στη μύτη μέχρι αίμα.

    3. χαλνώ, αχρηστεύω. || κουνώ, τραντάζω.
    4. νικώ κατά κράτος, κατανικώ, συντρίβω. || καταπολεμώ, ανατρέπω (για επιχειρήματα, γνώμες κ.τ.τ.).
    5. χωρίζω, διαμελίζω• κατατεμαχίζω, κατατέμνω, κατακομματ ιάζω. || κατανέμω, διαμοιράζω, χωρίζω• διανέμω•

    нас -ли на четыре отряда μας κατένειμαν σε τέσσερα τμήματα.

    || αλλάζω, κάνω ψιλά, λιανά, -νώματα• χαλνώ•

    -ейте мне десять рублей αλλάξτε μου δεηα ρούβλια.

    || χωρίζω, διαζευγνύω (αντρόγυνο κ.τ.τ.).
    6. χαράσσω, σχεδιάζω, οροθετώ, βάζω όρια, σημάδια (για δρόμο, φύτευση κ.τ.τ.).
    7. στήνω, εγκατασταινω• μπήγω (για αντίσκηνα, κατασκήνωση κ.τ.τ.).
    8. χωρίζω με διαστήματα.
    9. χτυπώ, πλατύνω, σφυρηλατώ, σφυροκοπώ.
    10. (ιατρ.) προσβάλλω•

    отец был разбит парали-цом ο πατέρας έπαθε παράλυση.

    1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι• θλώμαι•

    стакан упал и разбился το ποτήρι έπεσε και έσπασε•

    разбить в дребезги καταθρυμματιζομαι, γίνομαι θρύψαλα, συντρίβομαι.

    2. μτφ. καταστρέφομαι•

    жизнь -лась η ζωή έγινα συντρίμμια.

    3. χτυπώ δυνατά, καταχτυπιέμαι•

    упал с лошади и -лся έπεσε από το άλογο και καταχτυπήθηκε.

    4. χαλνώ, αχρηστεύομαι, ζεχαρβαλιάζω (από τα τραντάγματα)•

    телега в дороге -лась το αμάξι ζεχαρβάλιασε στο δρόμο.

    5. χωρίζομαι, διαμοιράζομαι, κατανέμομαι, κομματιάζομαι. || χωρίζω, διαζευγνύομαι• παίρνω διαζύγιο.

    Большой русско-греческий словарь > разбить

  • 8 рана

    θ.
    1. πληγή, τραύμα, λαβωματιά•

    сквозная рана διαμπερές τραύμα•

    смертельная -θανάσιμο (θανατηφόρο) τραύμα•

    глубокая βαθιά πληγή•

    огнестрельная рана τραύμα από πυροβόλο όπλο•

    рана зажила η πληγή έθρεψε•

    перевязать -у δένω την πληγή•

    резаная рана η κοψιά•

    колотая рана μαχαιριά, σουβλησιά, νύξη.

    2. μτφ. άλγος, πόνος, οδύνη•

    рана в душе η ψυχική οδύνη.

    Большой русско-греческий словарь > рана

  • 9 скорбь

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. θλίψη, λύπη βαριά• οδύνη•

    душевная скорбь ψυχική οδύνη, ψυχικό άλγος, ψυχικός πόνος, αλγηδόνα.

    2. ασθένεια, αρρώστεια, ανημπόρια.

    Большой русско-греческий словарь > скорбь

См. также в других словарях:

  • Ἄλγος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλγος — pain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… …   Dictionary of Greek

  • άλγος — το ους, πόνος σωματικός ή ψυχικός: Η είδηση για το θάνατό του μου προκάλεσε μεγάλο άλγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀλλότριον ἄλγος ὄνειρος. — См. На чужой спине беремя легко …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τἄλγος — Ἄλγος , Ἄλγος masc nom sg ἄλγος , ἄλγος pain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλγει — ἄλγος pain neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἄλγεϊ , ἄλγος pain neut dat sg (epic ionic) ἄλγος pain neut dat sg ἄ̱λγει , ἀλγέω feel bodily pain imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀλγέω feel bodily pain pres imperat act 2nd sg (attic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλγη — ἄλγος pain neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἄλγος pain neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἄ̱λγη , ἀλγέω feel bodily pain imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀλγέω feel bodily pain pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀλγέω feel bodily… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγέων — ἄλγος pain neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἀλγέω feel bodily pain pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγίων — ἄλγος pain neut gen pl (doric) ἀλγέω feel bodily pain pres part act masc nom sg (doric) ἀλγί̱ων , ἀλγίων more masc/fem nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγῶν — ἄλγος pain neut gen pl (attic epic doric) ἀλγέω feel bodily pain pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»