Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(ἁλὸς

  • 1 Burst

    v. trans.
    Break: P. and V. πορρηγνναι, καταρρηγνναι, καταγνναι, ῥηγνναι (P. usually compounded); see Break.
    V. intrans. P. and V. διαρρήγνυσθαι, ῥήγνυσθαι.
    Of a storm: V. ἐκπνεῖν.
    met., come on: P. and V. ἐπέρχεσθαι.
    When the storm bursts: V. σκηπτοῦ ʼπιόντος (Eur., Rhes. 674).
    Burst forth: V. ἐκρήγνυσθαι.
    Burst forth in anger: V. ἐξαναζεῖν χόλον.
    So that a bloody foam burst forth from the sea: V. ὡς αἱματηρὸν πέλανον ἐξανθεῖν ἅλος (Eur., I.T. 300).
    Burst in or into: Ar. and P. εἰσπηδᾶν (εἰς, acc.), V. εἰσορμᾶσθαι (acc.), ἐπεισπίπτειν (acc. or dat.) (also Xen. but rare P.), εἰσπαίειν (absol.), P. and V. εἰσπίπτειν (P. εἰς, acc.; V. dat. alone), Ar. ἐπεισπαίειν (εἰς, acc.), ἐπεισπηδᾶν (absol.), Ar. and V. ἐμπίπτειν (dat. or εἰς, acc.).
    Bursting into tears: V. δακρύων ῥήξασα... νματα (Soph., Trach.919).
    Burst out, rush out: P. and V. ἐξορμᾶσθαι, ἐκπίπτειν.
    Burst out laughing: P. ἐκγελᾶν.
    Burst out into (lamentation, etc.): P. and V. καθίστασθαι (εἰς, acc.).
    Burst out into eruptions ( of the skin): P. ἕλκεσιν ἐξανθεῖν (Thuc. 2, 49).
    The whole plot would have burst over the city like a torrent: P. ὥσπερ χειμάρρους ἂν ἅπαν τὸ πρᾶγμα εἰς τὴν πόλιν εἰσέπεσεν (Dem. 278).
    ——————
    subs.
    When in a burst of passion she passed within the antechamber: V. ὅπως γὰρ ὀργῇ χρωμένη παρῆλθʼ ἔσω θυρῶνος (Soph., O.R. 1241).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Burst

См. также в других словарях:

  • Ἄλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλος — Ονομασία τριών αρχαίων πόλεων. 1. Κωμόπολη της αρχαίας Μαγνησίας στη Θεσσαλία. Υπολογίζεται ότι βρισκόταν ανάμεσα στον σημερινό Βόλο και στη Νέα Αγχίαλο. 2. Παράκτια πόλη της Λοκρίδας. 3. Πόλη της Θεσσαλίας που καταστράφηκε το 364 π.Χ. από τον… …   Dictionary of Greek

  • ἁλός — ἅλς salt masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἇλος — ἇ̱λος , ἧλος nail head masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκόκ(κ)αλος — η, ο αυτός που έχει γερά κόκαλα, δηλ. γερή κράση («ήτον εφτάψυχος αυτός ο καλοκόκκαλος», Παπαδ.) …   Dictionary of Greek

  • μονοκόκ(κ)αλος — η, ο 1. (για άνθρωπο ή ζώο) αυτός που αποτελείται κατά κάποιο τρόπο από ένα μόνο κόκαλο 2. δύσκαμπτος, άκαμπτος 3. σκληροτράχηλος, ισχυρογνώμων 4. ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος …   Dictionary of Greek

  • Ὦλος — Ἄλος , Ἄλος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλε — Ἄλος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλοισιν — Ἄλος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλον — Ἄλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλους — Ἄλος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»