-
1 Armistice
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Armistice
-
2 Hollow
v. trans.P. κοιλαίνειν.——————adj.P. and V. κοῖλος, V. κοιλωπός, κοιλογάστωρ.met., emply, vain: P. and V. κενός, μάταιος.Unsound: P. and V. ὕπουλος, σαθρός.A hollow truce: P. ὕποπτος ἀνοκωχή, ἡ ( Thuc).——————subs.Dell: P. and V. νάπη, ἡ (Plat. and Xen. but rare P.), νάπος, τό (Xen. but rare P.), ἄγχος. τό (Xen. but rare P.). Ar. and V. γύαλα, τά, αὐλών, ἡ (Soph., frag.).Hollows, cavities.: P. and V. κοῖλα, τά.The hollow ( of anything): Ar. and V. κύτος, τό (gen.), P. and V. τὰ κοῖλα (gen.), P. τὰ ἔγκοιλα (gen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hollow
-
3 Informal
adj.An informal truce: P. ἀνοκωχὴ ἄσπονδος (Thuc. 5, 32).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Informal
-
4 Truce
subs.Ar. and P. ἐκεχειρία, ἡ, P. ἀνοκωχή, ἡ.Proposals for a truce: P. λόγοι συμβατικοί, λόγοι συμβατήριοι.Make a truce, v.: P. and V. σπένδεσθαι.Break truce: P. παρασπονδεῖν.Under a flag of truce: use adj., P. and V. ὑπόσπονδος, V. ἔνσπονδος.Without a flag of truce: use adv., P. ἀκηρυκτί.Contrary to terms of truce, adj.: P. παράσπονδος.Included in a truce: P. ἔνσπονδος.Excluded from truce: P. ἔκσπονδος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Truce
См. также в других словарях:
ανοκωχή — ἀνοκωχή, η (Α) 1. παύση, ανάπαυλα, διάλειμμα 2. πρόσκαιρη παύση του πολέμου, ανακωχή 3. εμπόδιο, κώλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + οκωχή (αντί οχή < έχω, με αναδιπλ.). Ο τ. ανοκωχή αντί ανοχή, με αναδιπλ. (πρβλ. όκωχα, άχρ. πρκ. του έχω). Ο τ.… … Dictionary of Greek
ἀνοκωχῇ — ἀνοκωχή stay fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοκωχή — stay fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακωχαῖς — ἀνοκωχή stay fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακωχαί — ἀνοκωχή stay fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακωχή — ἀνοκωχή stay fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακωχήν — ἀνοκωχή stay fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοκωχῆς — ἀνοκωχή stay fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοκωχήν — ἀνοκωχή stay fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακωχή — Συμφωνία στρατιωτικού χαρακτήρα με την οποία οι ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές των εμπόλεμων δυνάμεων αποφασίζουν την κατάπαυση των πολεμικών επιχειρήσεων, για ορισμένο χρονικό διάστημα ή επ’ αόριστον. Η κατάπαυση αυτή των επιχειρήσεων μπορεί να … Dictionary of Greek
ανοκωχεύω — ἀνοκωχεύω (Α) [ανοκωχή] 1. (μτβ.) αναχαιτίζω, τραβώ πίσω, εμποδίζω, σταματώ 2. (ως ναυτ. όρος) ανακόπτω την πορεία του πλοίου, το σταματώ στα ανοιχτα 3. (αμτβ. για ανθρώπους) σταματώ για λίγο τον πόλεμο, ησυχάζω … Dictionary of Greek