-
1 акцизный
επ.1. του φόρου, του δασμού•сбор η είσπραξη φόρου.
2. παλ. ο εφοριακός•акцизный чиновник ο εφορας, εφοριακός ανώτερος υπάλληλος•
акцизный инспектор επιθεωρητής εφορίας.
3. ως ουσ. α.παλ. βλ. 2 σημ. -
2 податной
επ.1. του δοσίματος (είδος φόρου); и ο δότης (φόρου)•2. ουσ.επόπτης-φοροεισπράχτορας. -
3 введение
1. (вступительная часть) η εισαγωγήτο προοίμιο2. (новой техники или системы учёта) η εισαγωγή 3. (вещества в рабочее пространство) η έγχυση, η εισαγωγή 4. (поправок в системах управления) η διόρθωση 5. (обложение) η επιβολή (φόρου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > введение
-
4 ввоз
(из-за границы) η εισαγωγ/ήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ввоз
-
5 возврат
1. (в исходное положение) η επιστροφή, η επαναφορά 2. (продукта, агента и т.п. в технологическом процессе) η επιστροφή, η ανάκτηση 3. (в атмосферу) η επάνοδος (στην ατμόσφαιρα) 4. (о деньгах, грузе и т.п.) η επιστροφ/ήсрок - а денег προθεσμία/διορία - ής των χρημάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > возврат
-
6 отмена
η ακύρωσηη κατάργησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отмена
-
7 повышение
(увеличение) η αύξηση, η ανύψωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > повышение
-
8 податной
податнойприл φορολογήσιμος, φόρου ὑποτελής:\податной инспектор ὁ ἐκτιμητής φόρων. -
9 income-tax return
noun (an official form that has to be completed with information about one's income and expenses and sent to a government department.) επιστροφή φόρου -
10 levy
-
11 rebate
['ri:beit](a part of a payment, tax etc which is given back to the person paying it.) επιστροφή κρατήσεων/φόρου -
12 данник
-а α. παλ.υποτελής φόρου, ο φορολογούμενος, ο δοσιματίας. -
13 дань
-и θ.1. παλ. δόσιμο είδος φόρου).2. μτφ. χρέος, ηθική υποχρέωση•принести -уважения εκδηλώνω το σεβασμό•
дань уважения ενδειξη σεβασμού.
εκφρ.отдать ή заплатить – κ.τ.τ. дань α) δίνω (αποτίω) φόρο τιμής, β) κάνω υποχρεωτική υποχώρηση. -
14 налогоспособность
-и θ.δυνατότητα καταβολής φόρου. -
15 недоимка
-и θ.τα καθυστερούμενα, τα υπόλοιπα (φόρου, οφειλής κ.τ.τ.)• погашение -и απόσβεση υπόλοιπων. -
16 неподатной
επ.απαλλαγμένος φόρου αφορολόγητος•-ое сословие αφορολόγητο κοινωνικό στρώμα.
-
17 обелить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обе-ленный, βρ: -лен, -лена, -лено.1. (δοα λκ.) ασπρίζω, λευκαίνω.2. δικαιώνω, αθωώνω, βγάζω λάδι, ασπροπρόσωπο.3. παλ. απαλλάσσω του φόρου.1. ασπρίζομαι, λευκαίνομαι.2. δικαιώνομαι, αθωώνομαι, βγαίνω λάδι, ασπροπρόσωπος. -
18 обкладка
-и θ.1. περιβολή, περστόίχιση ή περίκάλυψη.2. επένδυση, ντύσιμο.3. άσπρισμα της γλώσσας ή του λαιμού.4. πολιορκία, κύκλωση.5. επιβολή φόρου, προστιματος κλπ.6. (απλ.) σκυλόβρισμα. -
19 обложение
-я ουδ.1. φορολογία,επιβολή φόρου, προστίμου κ.τ.τ.2. παλ. πολιορκία. -
20 окладной
επ.του μισθού, του μηνιάτικου. || φορολογικός, της επιβολής φόρου, προστίμου κ.τ.τ.εκφρ.окладной дождь – συνεχής βροχή.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φοροῦ — φορέω repeated pres imperat mp 2nd sg (attic) φορέω repeated imperf ind mp 2nd sg (attic) φορός bearing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρου — φόρον forum neut gen sg φόρος that which is brought in by way of payment masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
πεντηκοστολόγος — ὁ, Α (στην Αθήνα, στη Δήλο και στην Κυπαρισσία) ο εισπράκτορας τού φόρου τής πεντηκοστής, οικονομικός υπάλληλος τής αθηναϊκής πολιτείας που είχε ως έργο την είσπραξη τού φόρου τής πεντηκοστής και την απογραφή τού εισπραττόμενου φόρου σε ιδιαίτερο … Dictionary of Greek
υποτελής — ές / ὑποτελής, ές, ΝΜΑ 1. (για χώρα ή πόλη) αυτός που δεν έχει πλήρη και απόλυτη κυριαρχία αλλά εξαρτάται από άλλη, ισχυρότερη πολιτεία (α. «οι μεγάλες δυνάμεις και οι υποτελείς χώρες» β. «άντι συμμάχων ὑποτελεῑς και δοῡλοι γεγονότες», Πλούτ. γ.… … Dictionary of Greek
φορολογία — η, ΝΜΑ [φορολόγος] ο φόρος, το ποσό που καταβάλλεται ως φόρος (α. «αυξήθηκε η φορολογία τού εισοδήματος» β. «οὐκ ὀλίγην κατ ἔτος φορολογίαν τῷ ἱερωτάτῳ ταμείῳ εἰσφέρει», πάπ.) νεοελλ. 1. η επιβολή φόρου 2. φρ. α) «αναλογική φορολογία» (νομ. οικον … Dictionary of Greek
νικηφόρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ίδρυσε τη Μονή Χαρσιανού. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Οκτωβρίου. 2. Ν. ο Φωκάς. Αυτοκράτορας του Βυζάντιου. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. 3. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι μαζί με τον Στέφανο και… … Dictionary of Greek
παρακράτηση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρακρατώ, οικονομικό μέτρο το οποίο συνίσταται στην αποθήκευση ποσοστού τού παραγόμενου προϊόντος με σκοπό την ισορρόπηση τής προσφοράς και τής ζήτησης και την ανάσχεση τής υποτίμησης τής τιμής του ή… … Dictionary of Greek
συμβιβασμός — (Νομ.). Επίλυση διαφοράς ή αμφισβήτησης με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Στο αστικό δίκαιο, θεωρείται σύμβαση με τη βοήθεια της οποίας τα συμβαλλόμενα μέρη διαλύουν τη μεταξύ τους διαφορά, που αφορά οποιαδήποτε έννομη σχέση, ή αίρουν την αβεβαιότητα… … Dictionary of Greek