Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(φόνος

  • 1 убийство

    ουδ.
    φόνος, φονικό, σκότωμα• δολοφονία•

    убийство с целью ограбления φόνος και ληστεία μαζί•

    умышленное убийство φόνος προμελετημένος•

    злодейское убийство στυγερό έγκλημα (φόνος).

    Большой русско-греческий словарь > убийство

  • 2 убийство

    убийство с о φόνος, η δολοφονία
    * * *
    с
    ο φόνος, η δολοφονία

    Русско-греческий словарь > убийство

  • 3 убийство

    убий||ство
    с ὁ φόνος, ἡ δολοφονία, τό σκότωμα, τό φονικό:
    предумышленное \убийство ὁ φόνος ἐκ προμελέτης· совершать \убийство σκοτώνω, δολοφονώ, διαπράττω φόνον.

    Русско-новогреческий словарь > убийство

  • 4 убийство

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убийство

  • 5 непредумышленный

    непредумышленный
    прил ἀπρομελέ-τητος, ἀπροσχεδίαστος:
    \непредумышленныйое убийство юр. ἡ ἀναίρεσις, ὁ ἀπρομελέτητος φόνος.

    Русско-новогреческий словарь > непредумышленный

  • 6 неумышленный

    неумышленн||ый
    прил ἀπρομελετητος, ἀκούσιος, ἀπροαίρετος:
    \неумышленныйое убийство юр. ὁ ἀπρομελέτητος φόνος, ἡ ἀναίρεσις.

    Русско-новогреческий словарь > неумышленный

  • 7 предумышленный

    предумышленн||ый
    прил προμελετημένος, ἐκ προμελέτης:
    \предумышленный посту́пок ἡ προμελετημένη πράξη [-ις]· \предумышленный-ое убийство ὁ φόνος ἐκ προμελέτης.

    Русско-новогреческий словарь > предумышленный

  • 8 умерщвление

    умерщвл||ение
    с ἡ θανάτωση [-ις], ὁ φόνος/ ἡ ἀπονέκρωση [-ις] (нерва, плода):
    \умерщвление пло́ти рел. ἀπονέκρωση τής σάρκας.

    Русско-новогреческий словарь > умерщвление

  • 9 убийство

    [ουμπίΐστβα] ουσ. ο. φόνος

    Русско-греческий новый словарь > убийство

  • 10 убийство

    [ουμπίΐστβα] ουσ ο φόνος

    Русско-эллинский словарь > убийство

  • 11 братоубийство

    ουδ.
    αδερφοκτονία. || φόνος ομοϊδεάτη.

    Большой русско-греческий словарь > братоубийство

  • 12 душегубство

    ουδ.
    στραγγάλισμα, φόνος, κακούργημα.

    Большой русско-греческий словарь > душегубство

  • 13 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 14 мужеубийство

    ουδ.
    συζυγοκτονία (φόνος του συζύγου από τη σύζυγο).

    Большой русско-греческий словарь > мужеубийство

  • 15 неумышленный

    επ., βρ: -лен, -ленна, -о
    όχι σκόπιμος, απρομελέτητος, απροσχεδίαστος, απροαίρετος•

    -ое убийство απρομελέτητος φόνος.

    Большой русско-греческий словарь > неумышленный

  • 16 предумышленный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    προμελετημένος, προσχεδιασμένος•

    предумышленный поступок προμελετημένη πράξη•

    предумышленный ое убийство προμελετημένος φόνος.

    Большой русско-греческий словарь > предумышленный

  • 17 убивание

    ουδ.
    σκότωμα, φόνος.

    Большой русско-греческий словарь > убивание

  • 18 убиение

    ουδ.
    παλ. φόνος, σκότωμα.

    Большой русско-греческий словарь > убиение

  • 19 умерщвление

    ουδ.
    θανάτωση, σκότωμα, φόνος. || μτφ. απονέκρωση, νάρκωση.

    Большой русско-греческий словарь > умерщвление

  • 20 умышленный

    επ. από μτχ.
    σκόπιμος, προμελετημένος•

    -ое убийство προμελετημένος φόνος.

    Большой русско-греческий словарь > умышленный

См. также в других словарях:

  • φονός — murderess fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόνος — murder masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φονός — (I) ἡ, Α αυτή που φονεύει, φονεύτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. φονός (ἡ) < φόνος, με καταβιβασμό τού τόνου. Η ύπαρξη τού επιθ. φονός, ή, όν παραμένει αμφίβολη]. (II) ή, όν, Α φονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φονός (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • φόνος — ο, ΝΜΑ 1. βίαιη αφαίρεση τής ζωής, σκότωμα, φονικό, δολοφονία 2. κοινή, σήμερα, ονομασία είδους φυτού τού γένους ατρακτυλίς νεοελλ. ανθρωποκτονία αρχ. 1. ο θάνατος ως ποινή, η θανατική ποινή 2. τόπος όπου έγινε η παραπάνω πράξη 3. το αίμα που… …   Dictionary of Greek

  • φόνος — ο 1. βίαιη αφαίρεση της ζωής, βίαιος θάνατος, ανθρωποκτονία, φονικό, σκότωμα: Δύο φόνοι από αυτοκινητικό δυστύχημα. 2. (νομ.), προμελετημένη ανθρωποκτονία (σε αντιδιαστολή με την «αναίρεση»): Έστησε ενέδρα κι έκανε φόνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φόνω — φόνος murder masc nom/voc/acc dual φόνος murder masc gen sg (doric aeolic) φονόω stain with blood pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) φονόω stain with blood imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Фонос —    • Φόνος, φονικά,        1. см. Άρειος πάγος, Ареопаг;        2. Έφέται, Эфеты …   Реальный словарь классических древностей

  • φονόν — φονός murderess fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόνοι — φόνος murder masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόνοιο — φόνος murder masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόνοις — φόνος murder masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»