-
1 противозачаточный
противозачаточныйприл στειρωτι-κός:\противозачаточныйые средства τά στειρωτικά φάρμακα, τά φάρμακα κατά τής συλλήψεως, τά φάρμακα τής ἐγκυμοσύνης. -
2 медикаменты
-
3 мягчительный
επ.του μαλακώματος, της μαλάκυνσης (δέρματος)•мягчительный крем κρέμα μαλάκυνσης.
|| ως ουσ. -ые, -ых (για φάρμακα) μαλακτικά, καταπραϋντικά, απαλυντικά.εκφρ.- ые средства – φάρμακα μαλακτικά, καταπραϋντικά, απαλυντικά. -
4 медикаменты
мн. τα φάρμακα (πλ.), τα φαρμακευτικά προϊόντα/σκευάσματα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > медикаменты
-
5 назначать
1. (на должность, на пост) διορίζωτοποθετώ2. (состав, режим) προσδιορίζωκαθορίζω3. (ассигновывать) κατανέμω, διανέμω, επιμερίζω 4. (лечение) ορίζω (κούρα/φάρμακα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > назначать
-
6 противозачаточный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > противозачаточный
-
7 тахифилаксия
мед. η ταχυφυλαξίαη ανοσοποίηση του οργανισμού στα φάρμακαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тахифилаксия
-
8 железистый
железистый Iприл анат. ἀδενοει-δής, ἀδενώδης.железист||ый IIприл (содержащий железо) σιδηρούχος:\железистыйые препараты τά σιδηρούχα φάρμακα· \железистыйая вода τό σιδη-ροῦχον ὑδωρ· \железистый источник ἡ σιδηρούχος πηγή. -
9 наркотический
нарко́т||и́ческийприл ναρκωτικός:\наркотическийи́ческие средства τά ναρκωτικά φάρμακα. -
10 пичкать
пичкатьнесов разг μπουκώνω, παρα-μπουκώνω, παραταγίζω:\пичкать лекарствами δίνω πολλά φάρμακα (σέ ἀσθενή). -
11 тонический
тоническ||ий Iприл τονικός, τονούμε-νος:\тоническийое ударение ὁ τόνος, ἡ τονιζόμε-νη συλλαβή.тоническ||ий IIприл мед τονωτικός, δυναμωτικός:\тоническийие средства τά τονωτικά φάρμακα -
12 аптека
-и θ.φαρμακείο. || τα φάρμακα πρώτης βοήθειας.εκφρ.как в -е – ακριβέστατα (όπως στη ζυγαριά του φαρμακείου). -
13 болеутоляющий
επ.καταπραϋντικός του πόνου•-ие средства καταπραϋντικά φάρμακα για τον πόνο.
-
14 гомеопатический
επ.1. ομοιοπαθητικός•-ие средства ομοιοπαθητικά φάρμακα (κατά της ομοιοπάθειας).
2. μτφ. ελάχιστος, ασήμαντος•-ая доза ελάχιστη δόση•
-ая порция η παραμικρή μερίδα.
-
15 жаропонижающий
επ.αντιπυρετικός (για φάρμακα). || ως ουσ. ουδ. -ее φάρμακο αντιπυρετικό. -
16 железистый
επ., βρ: -ист, -а, -оσιδηρούχος•железистый источник σιδηρούχα πηγή•
железистый кварцит ο χαλαζίας σιδηρομιγής•
-ая вода σιδηρούχο νερό•
-ые препараты σιδηρούχα φάρμακα.
επ. -ист, -а, -оαδενοειδής, αδενικός•-ая клетка αδενώδες κύτταρο•
-ая ткань αδενώδης ιστός.
-
17 лечить
лечу, лечишьρ.δ. μ. θεραπεύω, γιατρεύω•лечить больного θεραπεύω άρρωστο•
лечить лекарствами γιατρεύω με φάρμακα•
лечить туберкулёз θεραπεύω τη φθίση.
θεραπεύομαι, γιατρεύομαι. -
18 медицинский
επ.ιατρικός• υγιεινός•-ая помощь ιατρική βοήθεια•
медицинский институт ινστιτούτο ιατρικής•
-ие средства τα φάρμακα•
-ие работники οι υγειονομικοί•
-ое свидетельство πιστοποιητικό γιατρού.
εκφρ.- ая сестра – νοσοκόμα, αδελφή. -
19 молокогонный
επ.γαλακτοφόρος, -γόνος•-ые средства γαλακτοφόρα φάρμακα•
-ы6 корма οι γαλακτοφόρες τροφές.
-
20 мочегонный
επ.διουρητικός, ουραγωγός•-ые средства διουρητικά φάρμακα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φαρμακᾶ — φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres subj act 1st sg (doric aeolic) φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακᾷ — φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres subj mp 2nd sg φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres ind mp 2nd sg (epic) φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres subj act 3rd sg φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρμακα — φάρμακον drug neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμοστατικά φάρμακα — Φάρμακα που προκαλούν ή υποβοηθούν τη διακοπή μιας αιμορραγίας. Διακρίνονται σε α.φ. για τοπική χρήση (δηλαδή πάνω στην εστία που αιμορραγεί) και σε α.φ. για γενική ή συστηματική χρήση. Τοπικά είναι ο σπόγγος ζελατίνης, η οξειδωμένη κυτταρίνη, η… … Dictionary of Greek
κυτταροτοξικά φάρμακα — Φάρμακα τα οποία σκοτώνουν ή προκαλούν βλάβη σε κύτταρα ή τα εμποδίζουν να αναπτυχθούν και να διαιρεθούν. Χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία του καρκίνου … Dictionary of Greek
ψυχοτρόπα φάρμακα — Χημικές ουσίες που έχουν την ιδιότητα να επηρεάζουν τις ψυχικές διεργασίες του ανθρώπου και τη συμπεριφορά των ζώων. Πρακτικά πρόκειται για μια μεγάλη κατηγορία ουσιών, με εξαιρετικά ποικίλη χημική δομή, που έχουν την κοινή ιδιότητα πρόσκαιρης… … Dictionary of Greek
Ὁπόσα φάρμακα οὐκ ἰῆται, σίδηρος ἰῆται, ὅσα σίδηρος οὐκ ἰῆται, πῦρ ἰῆται. — См. Железный … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αγχολυτικά φάρμακα — Τα ελάσσονα ηρεμιστικά (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
αναλγητικά — Φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη συμπτωματική αντιμετώπιση του άλγους, δηλαδή του πόνου. Τα α. είναι διαφόρων κατηγοριών. Τα ειδικά α. είναι φάρμακα που με τις ενέργειές τους είτε εμποδίζουν τις αλγογόνες ουσίες να ερεθίσουν τις νευρικές… … Dictionary of Greek
αμφεταμίνες — Φάρμακα με αντικαταθλιπτική και ψυχοδιεγερτική ενέργεια. Τα φάρμακα αυτά εμφανίζουν αντικαταθλιπτική δράση μόνο σε ασθενείς με μελαγχολία, ενώ σε φυσιολογικά άτομα προκαλούν κατάσταση εγρήγορσης, αϋπνία, αύξηση της ικανότητας προσοχής,… … Dictionary of Greek
αντινεοπλασματικά — Φάρμακα που χρησιμοποιούνται εναντίον των νεοπλασιών. Παρεμβαίνουν και εμποδίζουν την αναπαραγωγή των νεοπλασματικών κυττάρων και τελικά τα καταστρέφουν. Ο μηχανισμός με τον οποίο αναπτύσσουν αυτή τους την ιδιότητα ποικίλλει καμιά φορά και στο… … Dictionary of Greek