Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

(τῶν+ἐπιστημῶν

  • 1 Seasoned

    adj.
    Of wood: P. and V. ξηρός.
    Experienced: P. and V. ἔμπειρος, ἐπιστήμων; see Experienced (Experience).
    Our navy was at first in fine condition both as regards the seasoned nature of the ships and the health of the crews: P. τὸ ναυτικὸν ἡμῶν τὸ μὲν πρῶτον ἤκμαζε καὶ τῶν νεῶν τῇ ξηρότητι καὶ τῶν πληρωμάτων τῇ σωτηρίᾳ (Thuc. 7, 12).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Seasoned

  • 2 Acquainted with

    adj.
    P. and V. ἔμπειρος (gen.), ἐπιστήμων (gen.), V. ἴδρις (gen.); see versed in.
    Knowing: V. ἴστωρ (gen.) (also Plat. but rare P.).
    He made himself acquainted with all he could of the Persian language and the customs of the country: P. τῆς Περσίδος γλώσσης ὅσα ἠδύνατο κατενόησε καὶ τῶν ἐπιτηδευμάτων τῆς χώρας (Thuc. 1, 138).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Acquainted with

  • 3 Master

    subs.
    P. and V. δεσπότης, ὁ.
    Lord: P. and V. δυνάστης, ὁ, Ar. and V. ναξ, ὁ, V. νάκτωρ, ὁ; see Lord.
    Oh, kind master: V. ὦ δεσποτίσκε (Eur., Cycl. 267).
    Teacher: P. and V. διδάσκαλος, ὁ, P. παιδευτής, ὁ.
    Master of: use adj., P. and V. ἐγκρατής (gen.), κριος (gen.), ἐπήβολος (gen.) (Plat. but rare P.).
    Controlling: P. and V. κρείσσων (gen.).
    Be master of, v.: P. and V. κρατεῖν (gen.).
    That he might not make himself master of Thrace: P. ἵνα... μὴ... κύριος τῆς Θρᾴκης κατασταίη (Dem. 234).
    When Brasidas made himself master of the heights: P. Βρασίδας ὡς ἀντελάβετο τῶν μετεώρων (Thuc. 4. 128).
    Master of, skilled in. met.: use adj., P. and V. ἔμπειρος (gen.), ἐπιστήμων (gen.); see Skilled.
    A past master in: use adj., P. and V. ἄκρος (gen. or acc.).
    Master of the horse ( magister equitum): P. ἵππαρχος, ὁ ( late).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. κρατεῖν (gen.), χειροῦσθαι, δεσπόζειν (gen.) (Plat.).
    Conquer: P. and V. νικᾶν, κρατεῖν (acc. or gen.), Ar. and P. ἐπικρατεῖν (gen.).
    Subdue: P. and V. καταστρέφεσθαι.
    met., learn: P. and V. μανθνειν; see Learn.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Master

  • 4 Versed in

    adj.
    P. and V. ἔμπειρος (gen.), ἐπιστήμων (gen.), ἐντριβής (dat.), Ar. and V. τρβων (acc. or gen.), V. ἴδρις (gen.).
    Versed in speaking: P. and V. δεινὸς λέγειν, V. μουσικὸς λέγειν.
    I am not versed in the customs of Greece: V. λέλειμμαι τῶν ἐν Ἕλλησιν νόμων (Eur., Hel. 1246).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Versed in

См. также в других словарях:

  • Εγκυκλοπαίδεια ή Συστηματικό λεξικό των επιστημών, των τεχνών και των επαγγελμάτων — (Encyclopédie). Εκλαϊκευτικό έργο της επιστήμης και της φιλοσοφίας που εκδόθηκε στο Παρίσι από το 1751 έως το 1772. Περιλάμβανε 17 τόμους, επιπλέον 11 τόμους με πίνακες, ένα πεντάτομο συμπλήρωμα και ένα δίτομο ευρετήριο. Η Ε., πρώτη πρακτική… …   Dictionary of Greek

  • Λυγκέων, Ακαδημία των- — (Accademia dei Lincei). Η παλαιότερη και σημαντικότερη ιταλική Ακαδημία. Εδρεύει στη Ρώμη και διαιρείται σε δύο τμήματα: α) των φυσικών, μαθηματικών και φυσιογνωστικών επιστημών και β) των ηθικών, ιστορικών, κριτικών και φιλολογικών επιστημών. Η… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Φυσικών Επιστημών και Τεχνολογίας (Αθηνών) — Ανήκει στη Σχολή Θετικών Επιστημών και στο Τμήμα Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στεγάζεται στο κτίριο του Παλαιού Χημείου του Πανεπιστημίου (Σόλωνος 104), το οποίο χτίστηκε το 1887 σε σχέδια του Βαυαρού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ. Αυτό… …   Dictionary of Greek

  • αξιών, φιλοσοφία των- — Γερμανικό φιλοσοφικό ρεύμα που γνώρισε ανάπτυξη στο τέλος του 19ου αι. και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού και στο οποίο δεσπόζουν δύο φυσιογνωμίες: ο Βίλχελμ Βίντελμπαντ και ο Χάινριχ Ρίκερτ. Οι δύο αυτοί φιλόσοφοι, ξεκινώντας από τις αρχές της… …   Dictionary of Greek

  • Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων …   Dictionary of Greek

  • Μπιφόν, Ζορζ Λουί Λεκλέρκ ντε- — (Georges Luis Leclerc de Buffon, Μονμπάρ 1707 – Παρίσι 1788). Γάλλος φυσιοδίφης. Μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών σε ηλικία μόλις 26 ετών, τιμήθηκε με τον τίτλο του κόμη του Μπιφόν το 1771 για το επιστημονικό του έργο και για τη συμβολή του στον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»