-
1 через
черезпредлог с вин. п.1. (о пространстве, месте) διά, πάνω / διά μέσου (сквозь):мост \через реку ἡ γέφυρα πάνω ἀπό τό ποτάμι· ремень \через плечо́ τό λουρί στον ῶμο· перейти \через дорогу περνώ τόν δρόμο· ступи́ть \через порог περνώ τό κατώφλι, μπαίνω· прыгнуть \через барьер πηδώ πάνω ἀπό τόν φράχτη· прыгнуть \через ручей πηδώ τό ρυάκι· ехать \через реку περνώ τό ποτάμι· пройти \через лес περνώ διά μέσον τοῦ δάσους· перейти́, переехать \через что́-л. διαβαίνω (или διασχίζω, διαπερ(ν)ῶ)· ехать в Ленинград \через Москву́ μεταβαίνω στό Λένινγκραντ μέσω Μόσχας· ехать \через весь город διασχίζω ὅλη τήν πόλη· влезть \через окно μπαίνω ἀπ' τό παράθυρο· пройти \через испытания περνώ δοκιμασίες·2. (при посредстве) διά μέσου, μέσον, μέ τήν βοήθεια:оповестить \через газету γνωστοποιώ μέσον τής ἐφημερίδας· разговаривать \через переводчика μιλώ μέ τήν βοήθεια διερμηνέα· смотреть \через очки βλέπω μέ τά ματογυάλια·3. (о расстоянии) μετά:\через два километра начинается деревня μετά δύο χιλιόμετρα ἀρχίζει τό χωριό· она живет \через три до́ма от нас αὐτη κατοικεί τρία σπίτια πιό μακρυά ἀπό μᾶς· писать \через три строки γράφω ἀνά τρία διαστήματα·4. (о времени) ὑστερα ἀπό, μετά:приду́ \через час θά ἔλθω μετά ἀπό μιαν ὠρα· \через два дня ὕστερα ἀπό δυό μέρες, μετά δυό μέρες· \через некоторое время μετά ἀπό λίγον καιρό· регулярно \через день μέρα παρά μέρα· ◊ \через голову кого-л. разг χωρίς νά ρωτήσω κάποιον \через пень колоду разг κουτσά στραβά. -
2 добавка
το συμπλήρωμα, το πρόσθετο (υλικό), η προσθήκη, η πρόσμειξηпластифицирующая - το μέσον της πλαστικοποίησης, προ-тивоморозная - αντιψυκτικό/αντιπηκτικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > добавка
-
3 середина
середин||аж ἡ μέση, τό μέσο[ν], τό κέντρο[ν]:в самой \серединае ἀκριβώς στό κέντρο (или στό μέσον)· в \серединае στή μέση· в \серединае века στά μέσα τοῦ αἰώνα, είς τό μέσον τοδ αἰώνα· в \серединае зимы στά μέσα τοῦ χειμώνα· в \серединае дня τό μεσημέρι· ◊ золотая \середина ἡ χρυσή μετριότης. -
4 управа
-ы θ.1. τρόπος• μέσον περιορισμού, συμμόρφωσης• φάρμακο, αντίδοτο•найти -у на кого-н. βρίσκω μέσον για να συμμορφώσω κάποιον.
|| παλ. ικανοποίηση (για προσβολή)•искать -у мечом ζητώ ικανοποίηση με το ξίφος (με ξιφομαχία).
2. παλ. αρχή, διοίκηση• διεύθυνση•городская управа δημοτική αρχή, το δημαρχείο.
-
5 агент
1. хим. ο φορέαςτο μέσον, ο συντελεστήςхолодильный - см. охлаждающий2. (предста-витель организации, учреждения) о αντιπρόσωπος, о πράκτοραςстраховой - της ασφαλιστικής εταιρείας, ο ασφαλιστήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > агент
-
6 вещество
η ύλη, η ουσία, το υλικόвзрывчатое - εκρηκτική -, το εκρηκτικόдиамагнитное - το διαμαγνητικό υλικό/ουσίαдубящее - δεψική -, τανινή -костное - см. остеинминеральное - ορυκτή -, η μεταλλική ουσίαосаждающее - της κατακρήμνισης, το μέσον κατακρήμνι-σηςотравляющее - η δηλητηριώδης/τοξική ουσίαохлаждающее - ψυκτική -, το ψυκτικόпарамагнитное - το παραμαγνητικό υλικό/ουσίαрадиоактивное - η ραδιενεργός ουσία/υλικόсерое - (мозга) анат. η φαιά ουσίαсмазочное - το λιπαντικό, η λιπαντική ουσίαтвёрдое - η στερεά ουσία/ύληферромагнитное - το σίδηρο μαγνητικό υλικό/ουσίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вещество
-
7 глубина
το βάθος- вруба - της εγκο-πής/κοπήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > глубина
-
8 десульфуратор
το υλικό/το μέσον με το οποίο γίνεται η αποθείωση-ировать αποθειώ(νω), ξεθειαφίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > десульфуратор
-
9 диссоциация
1. физ. о διαχωρισμός, η διάσταση, термическая - θερμικός - (με αύξηση της θερμοκρασίας) 2. хим. η διάλυση (των στοιχείων χωρίς χημικό μέσον)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диссоциация
-
10 добавка-замедлитель
ο επιβραδυντήρας, το μέσον/υλικό της επιβράδυνσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > добавка-замедлитель
-
11 модус
1. филос. το είδος, ο τρόπος, η μέθοδος, το μέσον 2. (способ) о τρόπος, η μέθοδος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > модус
-
12 осадка
1. (грунта) η καθίζηση 2. (операция кузнечно-прессового производства) η συμπιεστική εξόγκωση 3. мор. το βύθισμα (του πλοίου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > осадка
-
13 охладитель
1. (устройство) το ψυγείο, η συσκευή ψύξηςο ψύκτης2. (среда, вещество) το ψυκτικό μέσον, η ψυκτική ουσία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > охладитель
-
14 путь
1. (направление, маршрут) το δρομολόγιο, η πορείαМлечный - астр. о Γαλαξίας2. (расстояние) η απόστασηтормозной (авто) - πέδης/φρεναρίσματος3. (траектория) η καμπύλη τροχιάς, η τροχιά 4. (способ) το μέσο(ν), ο τρόπος 5. (место, по которому происходит передвижение, сообщение) о δρόμος, η οδός, το ταξίδι 6. (место для прохода, проезда) о πόρος, ο διάδρομος 7. (доступ куда-л., возможность проникнуть куда-л.) о τρόπος, το μέσον 8. (железнодорожная колея, линия) η σιδηροδρομική γραμμή 9. (передвижение куда-л.) το ταξίδι 10. (направление деятельности, развития чего-л.) η πορεία 11. (средство, способ достижения чего-л.) о δρόμος, ο τρόπος, η οδός 12. -и анат. τα όργαναдыхательные - αναπνευστικά -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > путь
-
15 разрез
1. (результат резки) η τομή, το κόψιμο, η εντομή 2. (на чертеже) η τομή 3. горн. η επιφανειακή εκμετάλλευση, το όρυγμαгеологический - γεωλογική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрез
-
16 рассол
η άλμη, η σαλαμούρα (ξεν.)холодильный - το (δευτερεύον) ψυκτικό μέσον, το ψυκτικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рассол
-
17 реагент
хим. το αντιδραστήριοкоагулирующий - η (συμ)πηκτική ουσία, το μέσον πήξηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реагент
-
18 теплоноситель
ο φορέας της μεταφοράς θερμότηταςхолодильный - το ψυκτικό μέσον/ουσία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > теплоноситель
-
19 хладагент
το ψυκτικό μέσον.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хладагент
-
20 холодоноситель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > холодоноситель
См. также в других словарях:
μέσον — (I) το (ΑM μέσον) βλ. μέσο. (II) το φυσ. χημ. κάθε ουσία στο εσωτερικό τής οποίας συντελείται ένα φυσικό ή χημικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από ορισμένες ιδιότητες (α. «όξινο μέσον» 6. «οξειδωτικό μέσον» γ. «διαθλαστικό μέσον») … Dictionary of Greek
μέσον — μέσος b masc acc sg μέσος b neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τὸν μέσον δάκτυλον ἐκτείνας, οὗτος ὑμῖν ἔφη ἐσὶν ὁ ’Αθηναίων δημαγωγός. — τὸν μέσον δάκτυλον ἐκτείνας, οὗτος ὑμῖν ἔφη ἐσὶν ὁ ’Αθηναίων δημαγωγός. См. Пальцем показывать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μέσο — και μέσον, το (ΑM μέσον, Μ και μέσο και μεσόν, Α επικ. και ποιητ. τ. μέσσον) 1. κεντρικό σημείο ανάμεσα σε πολλά άτομα ή πράγματα, ο χώρος ανάμεσά τους, το κέντρο («το μέσο τής πλατείας») 2. το μεταξύ δύο ή περισσότερων τοπικών ορίων σημείο το… … Dictionary of Greek
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek
Historia de Susana — Susana y los viejos por Artemisia Gentileschi. La Historia de Susana, y la Historia de Bel y el Dragón, pueden ser definidas como dos breves cuerpos de texto independientes comúnmente asociados al Libro de Daniel. Así es como estos textos… … Wikipedia Español
CLISTHENES — I. CLISTHENES Orator apud Cicer. in Bruto, c. 7. II. CLISTHENES Polyaen. l. 3. c. 5. III. CLISTHENES ex Alcmaeonidûm familia, civis Athenienfis, cum Isagora de principatu contendit an. 1. Olymp. 66. populô in 10. tribus divisô, et institutâ… … Hofmann J. Lexicon universale
SECTIO — in suppliciis olim frequens. Et quidem vel de flagellatione ante supplicium vox sumpta. Horatius de Mena, Od. 4. Epod. v. 11. Sectus flagellis hic Triumviralibus. Vel de quovis alio excarnificationis genere, ut τέμνειν apud Graecos, vide Arrianum … Hofmann J. Lexicon universale
ανάμεσα — και αναμεσά και ανάμεσο και αναμεσό(ν) επίρρ. 1. τοπ. α) μεταξύ, στο μεταξύ β) στο μέσον, διά μέσου 2. χρον. κατά τον ενδιάμεσο χρόνο, στο μεταξύ διάστημα 3. (για πρόσωπα ή πράγματα) στις μεταξύ τους σχέσεις 4. φρ. «ανάμεσα στ άλλα», εκτός από τα … Dictionary of Greek