-
1 ров
ровм τό χαντάκι, ἡ τάφρος:противотанковый \ров ἡ ἀντιαρματική τάφρος· крепостной \ров ἡ τάφρος ὀχυροῦ. -
2 ров
рва, προθτ. о рве, во рву α. σκάμμα• χάντακας, τάφρος•противотанковый ров αντιαρματική τάφρος•
крепостной ров τάφρος (τάπια) φρουρ ίου.
-
3 ороситель
1. (разбрызгиватель) о ψεκαστήρας (πυρόσβεσης) 2. (оросительный канал) η αρδευτική τάφρος, η τάφρος άρδευσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ороситель
-
4 траншея
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > траншея
-
5 яма
ямаж ὁ λάκκος, ἡ λακκούβα, τό κοίλωμα/ ἡ τάφρος (вырытая):мусорная \яма ὁ λάκκος τῶν σκουπιδιών, τό σκουπιδα-ριό· выгребная \яма ὁ βόθρος· угольная \яма ἡ καρβουναποθήκη· волчья \яма воен. τό ὅρυγμα, ἡ ἀμυντική τάφρος· воздушная \яма ἀβ. τό κενό ἀέρος· ◊.рыть кому-л. яму σκάβω τό λάκκο κάποιου. -
6 кювет
η τάφρος (στην πλευρά του δρόμου), τα χαντάκια της αποχέτευσης εκατέρωθεν της οδού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кювет
-
7 раскол
1. (разделение на части) η διάσπαση, το σπάσιμο, η θραύση 2. (ист.) το σχίσμα 3. (лес) η σχισμή 4. (для индивидуального осмотра или подсчёта животных) η διαχωριστική τάφρος (για μέτρηση των ζώων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раскол
-
8 ров
η τάφρος, το χαντάκι, το όρυγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ров
-
9 волчий
во́лч||ийприл τοῦ λύκου· ◊ \волчийья яма а) ἀντιαρματική τάφρος, б) воен. καμουφλαρισμένος λάκκος γιά παγίδευση· \волчий аппетит ἡ μεγάλη δρεξη. -
10 окоп
окопм τό χαράκωμα, τό ὀρυγμα, ἡ τάφρος. -
11 волчий
-ья, -ье, επ.1. λυκίσιος, του λύκου•-ья шкура λυκίσιο δέρμα•
-ья стая κοπάδι λύκων.
2. μτφ. σκληρός, κακός, απάνθρωπος, θηριώδης• αρπαχτικός•-ьи законы σκληροί νόμοι.
εκφρ.волчий аппетит – κυνορεξία, λίμα•- ья пасть – λυκόστομα•волчий билет ή паспорт – (στην τσαρική Ρωσία) ταυτότητα με υποσημείωση: αμφίβολος (κοινωνικών φρονημάτων)•- чья яма – α) λυκοπαγίδα με λάκκο» β) στρατ. τάφρος, ντάπια. -
12 дрена
-ы θ.τάφρος στραγγιστική. -
13 противотанковый
επ.αντιαρματικός•противотанковый ров αντιαρματική τάφρος•
-ое оружие αντιαρματικό όπλο•
-ая оборона αντιαρματική άμυνα•
-ая артиллерия αντιαρματικό πυροβολικό.
-
14 ровик
-а α.1. χαντάκι, μικρή τάφρος.2. σκάμμα (κάλυψης πυροβόλου). -
15 траншея
-и θ.1. (στρατ.) το χαράκωμα. || χάντακας, τάφρος. || λάκκος εξόρυξης.2. βολή κάθετη.εκφρ.траншея стенд – χαράκωμα (όρυγμα) κοντά στους στόχους του πεδίου βολής. -
16 эскарп
-а α.1. κρημνώδες μέρος τάφρου.2. αντιαρματική τάφρος.
См. также в других словарях:
τάφρος — ditch fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάφρος — Μακρουλό άνοιγμα μέσα στο έδαφος που δεν είναι σκεπασμένο. Οι τ. κατασκευάζονται για διάφορους σκοπούς και ανάλογα με τον προορισμό τους παίρνουν και το όνομά τους. τ. ερευνητικές. Πολλές φορές, μετά την πρώτη αναγνώριση και διαπίστωση ότι κάποια … Dictionary of Greek
τάφρος — η όρυγμα, χαντάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τάφρος μεγάλη — Τοποθεσία στη Μεσσηνία. Στην τοποθεσία αυτή έγινε πολύνεκρη σύγκρουση μεταξύ Μεσσηνίων και Σπαρτιατών στον B’ Mεσσηνιακό πόλεμο (645 628 π.Χ.). Στη μάχη αυτή νίκησαν οι Σπαρτιάτες γιατί εξαγόρασαν τον σύμμαχο των Μεσσηνίων βασιλιά των Αρκάδων… … Dictionary of Greek
ТАФРОС — • Τάφρος (собственно ров, канал), 1. ров с валом, проведенный через перешеек Таврического Херсонеса или Крыма, служивший укреплением полуострова (также Τάφραι, Тафры). Hdt. 4, 3; 2. пролив между Сардинией и Корсикой, н.… … Реальный словарь классических древностей
Διαμήκης Κοιλάδα του Ειρηνικού — Τάφρος της βόρειας Αμερικής, που αποτελείται από σειρά βυθισμάτων, κατά ένα μέρος κατακλυσμένων από νερά, και σχηματίζεται από τον κόλπο και την κοιλάδα της Καλιφόρνια, το λεκανοπέδιο του Γουιλάμετ, το Πιούτζετ Σάουντ, καθώςκαι από τους… … Dictionary of Greek
τάφροι — τάφρος ditch fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάφροιο — τάφρος ditch fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάφροις — τάφρος ditch fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάφρον — τάφρος ditch fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάφρου — τάφρος ditch fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)