Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(τὰ+ἅπαντα

  • 1 а

    а союз 1) противит. και, αλλά, όμως, μα; я его зову, а он не отвечает τον φωνάζω, μα αυτός δεν απαντά 2) присоед. και; я написал письмо, а затем... έγραψα το γράμμα και ύστερα...◇ а именно δηλαδή
    * * *
    союз
    1) противит. και, αλλά, όμως, μα

    я его́ зову́, а он не отвеча́ет —τον φωνάζω, μα αυτός δεν απαντά

    2) присоед. και

    я написа́л письмо́, а зате́м… — έγραψα το γράμμα και ύστερα…

    ••

    а и́менно — δηλαδή

    Русско-греческий словарь > а

  • 2 полный

    полный 1) (наполненный) γεμάτος, πλήρης; \полный стакан το γεμάτο ποτήρι· зал полон η αίθουσα είναι γεμάτη 2) (совершенный) τέλειος, πλήρης· απόλυτος (абсолютный) З) (о человеке) χοντρός, παχύς, παχύσαρκος ◇ \полныйое собрание сочинений τα άπαντα
    * * *
    1) ( наполненный) γεμάτος, πλήρης

    по́лный стака́н — το γεμάτο ποτήρι

    зал по́лон — η αίθουσα είναι γεμάτη

    2) ( совершенный) τέλειος, πλήρης; απόλυτος ( абсолютный)
    3) ( о человеке) χοντρός, παχύς, παχύσαρκος
    ••

    по́лное собра́ние сочине́ний — τα άπαντα

    Русско-греческий словарь > полный

  • 3 собрание

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > собрание

  • 4 сочинение

    1. (действие) η σύνθεση, η σύνταξη 2. (литературное, научное) το έργο 3. (музыкальное) η σύνθεση 4. (письменная школьная работа) η έκθεση 5. грам. η παρατακτική σύνταξη.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сочинение

  • 5 встречатьться

    встречать||ться
    1. (с кем-л., с чем-либо) συναντιέμαι, συναντώμαι, ἀνταμώνομαι:
    мы с ним часто \встречатьтьсяемся συναντώ-μεθα (или ἀνταμώνουμε) συχνά·
    2. (попадаться, случаться) βρίσκομαι, ἀπαντώ, ἀπαντώμαι:
    это слово часто \встречатьтьсяется ἡ λεξις ἀπαντᾶ (или βρίσκεται) συχνά.

    Русско-новогреческий словарь > встречатьться

  • 6 отзываться

    отзываться
    несов
    1. (откликаться) ἀπαντώ, ἀποκρίνομαι:
    никто не \отзыватьсяа́ется κανένας δέν ἀποκρίνεται, κανείς δέν ἀπαντα· \отзываться на чьи-л. нужды βοηθῶ κάποιον
    2. (о ком-л.) λέω τή γνώμη μου, ἀποφαίνομαι γιά κάτι:
    хорошо \отзываться о ком-либо ἐκφέρω (или λεγω) καλή γνώμη γιά κάποιον
    3. (влиять):
    \отзываться на ком-л. ἐπιδρῶ σέ...· \отзываться на чем-л. ἐπενεργώ ἐπι...

    Русско-новогреческий словарь > отзываться

  • 7 полный

    полн||ый
    прил V (наполненный) πλήρης, γεμάτος, μεστός:
    \полный до краев παραγεμισμένος, ξεχειλισμένος· \полныйым \полныйό γεμἄτο φίσκα·
    2. (целый, весь) πλήρης, πλέριος, ἄρτιος:
    \полный комплект πλήρης συλλογή· \полныйое собра́ние сочинений τά ἀπαντα· в \полныйом составе ἐν σώματί
    3. (абсолютный) πλήρης, ἀπόλυτος, πλέριος:
    \полный покой ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· в \полныйой безопасности σέ πλήρη ἀσφάλεια, ἐν πλήρει ἀσφαλεία·
    4. (о человеке) παχύς, χοντρός / παχουλός (о ребенке) / πολύσαρ-κος, παχύσαρκος (толстый)· ◊ \полныйым голосом μ' ὀλη τή φωνή, στεντορεία τή φωνή· \полныйая луий ἡ πανσέληνος· \полныйая чаша ἡ ἀφθονία

    Русско-новогреческий словарь > полный

  • 8 собрание

    собрание
    с
    1. ἡ συνέλευση [-ις], ἡ συγ-κέντρωση [-ις]:
    общее \собрание ἡ γενική συνέλευση· предвыборное \собрание ἡ προεκλογική συγκέντρωση·
    2. (выборный орган) ἡ συνέλευση:
    учредительное \собрание ἡ συντακτική συνέλευση· Национальное \собрание (во Франции) ἡ βουλή, ἡ ἐθνοσυνέλευση [-ις]·
    3. (общество) ἡ ὀμήγυρη [-ις]·
    4. (коллекция, свод, тж. о произведениях) ἡ συλλογή:
    \собрание картин συλλογή πινάκων \собрание законов ἡ συλλογή νόμων, ὁ κώδικας [-ις]· \собрание стихотворений ἡ συλλογή ποιημάτων полное \собрание сочинений τά ἄπαντα.

    Русско-новогреческий словарь > собрание

  • 9 сочинение

    сочин||ение
    с
    1. (действие) ἡ σύνθεση[-ις], ἡ σύνταξη [-ις], τό γράψιμο·
    2. (произведение) τό ἔργο[ν] (литературное)/ ἡ σύνθεση [-ις] (музыкальное):
    по́лное собрание \сочинениеений τά ἄπαντα· избранные \сочинениеения τά διαλεχτά ἔργα, ἡ ἐκλογή ἐργων
    3. (школьное) ἡ ἔκθεση [-ις]·
    4. грам-. ἡ παρατακτική σύνταξη [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > сочинение

  • 10 быть

    ρ.δ. (στον ενστ. απαντά μόνο στο γ' ενκ. προσ. «есть» και παλ. στο γ' πλθ. προσ. «суть»; μελ. «буду», «будешь»; παρλθ. χρ. «был», «была», «было»; με άρνηση: «не был», «не была», «не было»; προστ. «будь»; μτχ. παρλθ. χρ. «бывший»; επιρ. μτχ. будучи)
    1. υπάρχω, είμαι• υφίσταμαι•

    его еще не было, когда произошло это αυτός ακόμα δεν υπήρχε (δεν είχε γεννηθεί), όταν συνέβηκε αυτό.

    2. εχω•

    у него был внук αυτός είχε εγγόνι.

    || βρίσκομαι•
    3. παραβρίσκομαι, είμαι παρών•

    я был на приеме ήμουν σε ακρόαση•

    был в отсуствии ήμουν απών (απουσίαζα).

    4. γίνομαι•

    заседание будет завтра η συνεδρίαση θα γίνει αύριο.

    5. (συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα) είμαι•

    я был болен ήμουν άρρωστος.

    || γίνομαι, καθίσταμαι•

    кем хочешь -? τι θέλεις να γίνεις;(για επάγγελμα, ειδικότητα).

    6. (βοηθτ. ρ.) είμαι•

    город был взят η πόλη καταλήφθηκε.

    7. (μόριο μέλλοντα) θα•

    он будет читать αυτός θά διαβάζει,

    εκφρ.
    быть можетκ. может быть βλ. στη λ. мочь 1
    быть так – ας είναι (ας γίνει) έτσι•
    быть (чему) – απαραίτητα, οπωσδήποτε θα συμβεί•
    быть беде – οπωσδήποτε θα έρθει συμφορά•
    так и быть – ας γίνει (ας είναι) κι έτσι•
    быть за кого – είμαι με το μέρος κάποιου•
    быть за одно с кем – έχω τις ίδιες ιδέες με κάποιον, είμαι το ι’διο με κάποιον•
    как -? – τι να γίνει;•
    будь что будет – ας γίνει ό,τι θέλει•
    была не была – πρέπει να ριψοκινδυνέψω, ό,τι βγει, ό,τι γίνει•
    что будет, то будет – ό,τι γίνει ας γίνει, ό,τι έβρεξε, κατέβασε.

    Большой русско-греческий словарь > быть

  • 11 век

    -а (-у), προθτ. о -е, на -у, πλθ. -а και παλ. веки α.
    1. αιώνας•

    двадцатый ο εικοστός αιώνας.

    2. εποχή•

    каменный век η λίθινη εποχή•

    средние -а ο Μεσαίωνας•

    золотой век перикла ο χρυσός αιώνας του Περικλή.

    3. πολύς καιρός, χρόνος•

    век с тобой мы не видались χρόνια και καιρούς (ή ζαμάνια) έχομε να ειδοθούμε•

    век живи век -учись παρμ. γηράσκω αεί διδασκόμενος.

    4. επίρ. αιώνια, πάντοτε, μόνιμα.
    εκφρ.
    - и вечные – αιώνια, εσαεί•
    на -и вечные – στον αιώνα τον άπαντα•
    в кои -и – αραιά και που, σπανιότατα•
    до скончания -а – (εκκλσ.) ως τη συντέλεια του κόσμου•
    от -а; от -а -ов; испокон ή спокон -ов (-а, -у) – από αιώνες, από αμνημονεύτου?. χρόνους, από καταβολές κόσμου.

    Большой русско-греческий словарь > век

  • 12 давать

    даю, даешь; προστκ. давай, επίρ. μτχ. давая ρ.δ.
    1. βλ. дать.
    2. προστκ. давай(те) έλα, ελάτε•

    давай бегать έλα να τρέξουμε•

    давайте выпьем ελάτε να πιούμε.

    3. προστκ. давай με σημ. άρχισα•

    они давать его бить, а я давать бежать αυτοί άρχισαν να τον χτυπούν κι εγώ το ‘βαλα στο φευγιό (στα πόδια).

    4. προστκ. давай εμπρός•

    давать отвечай εμπρός απάντα.

    βλ. даться.

    Большой русско-греческий словарь > давать

  • 13 достучаться

    -чусь, -читься
    ρ.σ.
    κρούω, χτυπώ ώσπου ν' ακούσει•

    они так крепко спали, что я едва -лся αυτοί είχαν τόσο βαθύ ύπνο, που τρόμαξα να τους ξυπνήσω, χτυπώντας την πόρτα•

    никак не могу достучаться χτυπώ-χτυπώ και καθόλου δεν ακούνε ή κανένας δεν απαντά.

    Большой русско-греческий словарь > достучаться

  • 14 написать

    -ищу, -йшешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. написанный, βρ: -сан, -а, -о
    βλ. писать.
    εκφρ.
    на лбу -сано – είναι οφθαλμοφανής, т.-ταφανής, προφανής, ολοφάνερος•
    на роду -сано – είναι γραμμένο, είναι από τη φύση.
    1. γράφω πολύ.
    2. (απαντά μόνο στο 3ο πρόσωπο)•γράφομαι.

    Большой русско-греческий словарь > написать

  • 15 некто

    αόρ. αντων., απαντά μόνο στην ονομ. κάποιος άνθρωπος•

    подошл ко мне некто в плаще με πλησίασε κάποιος με αδιάβροχο.

    Большой русско-греческий словарь > некто

  • 16 нет

    απρόσ. ως κατηγ.
    1., δεν υπάρχει• δεν είναι• δεν έχω•

    никого нет дома δεν είναι κανένας σπίτι•

    нет худа без добра ουδέν κακόν αμιγές καλού•

    в кассе нет денег το ταμείο δεν έχει χρήματα (στο ταμείο δεν υπάρχουν χρήματα)•

    у меня нет времени δεν έχω καιρό (δεν ευκαιρώ).

    2. όχι, δεν•

    все собрались, а его нет как нет (- да -) όλοι συγκεντρώθηκαν, αυτός ακόμα δεν ήρθε•

    он приехал или -? αυτός ήρθε ή όχι;•

    нет ещё όχι ακόμα.

    3. αρνητ. μόριο• όχι•, он прав όχι, αυτός έχει δίκαιο•

    отвечай да или -? απάντα, ναι ή όχι;

    4. μόριο
    επιτακ. όχι, για, πω-πώ.
    5. μόριο ερωτημ. αλήθεια; πραγματικά; άραγε;
    6. (με το «так» εμπρός, με το «же» μετά ή και χωρίς αυτά)• όμως, αλλά, εν τούτοις, παρά ταύτα, παρ όλ αυτά.
    7. έλλειψη, ανέχεια•

    на нет и суда нет ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος ή άμα δεν έχεις δεν παίρνει ούτε κι ο Θεός.

    εκφρ.
    и -; нет да нет – ως τώρα λείπει (απουσιάζει)• (того) чтобы δεν υπάρχει διάθεση (συνήθεια, επιθυμία κ.τ.τ.) περί του πρακτέου
    даи... από καιρό σε καιρό, που και που, αραιά και που•
    а то -? – μήπως δεν είναι έτσι;•
    ни да ни нет – ούτε ναι ούτε όχι•
    на нет – στο ελάχιστο•
    свести на нет – καταστρέφω εντελώς, εκμηδενίζω, εξοντώνω•
    сойти (свестись) на нет – α) χάνομαι, εξαφανίζομαι: голос выступающего сошёл на нет η φωνή του ομιλητή έσβησε, β) μτφ. εκμηδενίζω, εξουθενώνω, εξοντώνω: в нетях (нетех) παλ. ανυπότακτος στρατού.

    Большой русско-греческий словарь > нет

  • 17 огнь

    α. (απαντά μόνο στην ονομ. κ. αιτ. του ενκ.) παλ.
    βλ. огонь.

    Большой русско-греческий словарь > огнь

  • 18 остаться

    -анусь, -анешься
    ρ.σ.
    1. μένω, παραμένω•

    не уйду, -анусь здесь δε θα φύγω, θα μείνω εδώ•

    теперь мы -лись одни τώρα εμείς μείναμε μονοί, μας.

    || διαμένω, κατοικώ•

    он -анется в деревне αυτός θα μείνει στο χωριό.

    || δεν προβιβάζομαι, δεν προάγομαι•

    он -лся на второй год в классе αυτός δεν προβιβάστηκε.

    2. (απαντά στο 3ο πρόσωπο) διατηρούμαι, παραμένω•

    закон -нется в силе ο νόμος θα παραμείνει σε ισχύ.

    || τηρούμαι, κρατιέμαι•

    дело -лось в тайне η υπόθεση παρέμεινε μυστκή.

    || υπολείπομαι, απομένω•

    -лось знать... απόμεινε να μάθω...•

    за вами -лось десять рублей μείνατε χρέος δέκα ρούβλια.

    3. είμαι, βρίσκομαι, παραμένω.
    4. μένω•

    он -лся сиротой αυτός έμεινε ορφανός•

    она -лась вдоной αυτή έμεινε χήρα•

    он -лся без денег αυτός έμεινε χωρίς χρήματα•

    остаться в выигрыше μένω κερδισμένος•

    остаться должным μένω χρεομένος•

    -в своём мнении μένω με τη γνώμη μου.

    5. χάνω στο χαρτοπαίγνιο.
    6. επαφίεμαι.
    εκφρ.
    остаться за кем – α) παραμένω στην κυριότητα κάποιου, β) μένω χρεώστης•
    остаться ни при чём – και να παραμείνω δε βγαίνει τίποτε•
    остаться ни с чем – μένω με τίποτε (στερούμαι των πάντων)•
    остаться с носом – μένω με την όρεξη (χωρίς να γευθώ τίποτε).

    Большой русско-греческий словарь > остаться

  • 19 полный

    επ., βρ: полон κ. παλ. полон, полна, полно.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πλήρης, γεμάτος, μεστός•

    полный стакан воды γεμάτο ποτήρι, νερό•

    стакан полный водой ποτήρι, γεμάτο με νερό•

    все уличы -ы народом όλοι, οι δρόμοι είναι γεμάτοι λαό•

    полный карман деньги ή деньгами γεμάτη τσέπη χρήματα•

    глаза -ые слёз μάτια γεμάτα δάκρυα•

    взгляд полный ненависти ματιά γεμάτη μίσος•

    он полный мечтаний αυτός είναι όλος όνειρα•

    человек полный надежд άνθρωπος όλο ελπίδες•

    -ая победа ολοκληρωτική νίκη•

    -ое разоружение πλήρης αφοπλισμός•

    развить -ую скорость αναπτύσσω όλη την ταχύτητα.

    2. συνεπαρμένος, κυριευμένος, κατειλημμένος.
    3. απεριόριστος, απόλυτος•

    -ая власть πλήρης εξουσία•

    -ая свобода πλήρης ελευθερία.

    4. ολόκληρος•

    полный рабочий день ολόκληρη εργατική μέρα•

    полный метр ολόκληρο μέτρο•, ему -ые сорок лет αυτός έχει γεμάτα τα σαράντα (χρόνια)•

    -ое собрание Пушкина τα άπαντα του Πούσκιν.

    || αρκετά μεγάλος, πολύς•

    были уже -ые сумерки είχε σουρουπώσει πια για τα καλά.

    || όλος, ολικός•

    петь -ым голосом τραγουδώ με όλη τη δύναμη της φωνής•

    -ое затмение луны ολική έκλειψη της σελήνης.

    5. χοντρός, γεμάτος, μεστός• παχύς•

    -ая женщина γεμάτη γυναίκα.

    εκφρ.
    - ая вода – το υψηλότερο σημείο της στάθμης της θάλασσας•
    полный генерал – αντιστράτηγος•
    полный адмирал – ναύαρχος•
    - ые прилагательные – πλήρη επίθετα (σε αντίθεση με τα βραχέα)•
    - ая чаша – σπίτι πλούσιο, με όλα τα καλά (αγαθά)•
    -ым голосом (сказать, заявитьκ.τ.τ.) ανοιχτά, βροντόφωνα (λέγω, δηλώνω)•
    полным-голом – υπερπλήρης, κατάκορος, καταγεμάτος.

    Большой русско-греческий словарь > полный

  • 20 потеть

    ρ.δ.
    1. ιδρώνω•

    потеть от жары ιδρώνω από τον καύσωνα.

    || μτφ. μοχθώ, ιδροκοπώ.
    2. (απαντά στο 3ο πρόσωπο) υγραίνομαι•

    стекло -ло το τζάμι ίδρωσε.

    Большой русско-греческий словарь > потеть

См. также в других словарях:

  • ἀπάντα — ἀ̱πάντᾱ , ἀπαντάω move from imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀπάντᾱ , ἀπαντάω move from pres imperat act 2nd sg ἀπά̱ντᾱ , ἀπαντάω move from imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀπάντᾱ , ἀπαντάω move from pres imperat act 2nd sg ἀπάντᾱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπαντα — τα (μόνο στον πληθ.), όλα τα έργα κάποιου συγγραφέα: Κυκλοφόρησαν σε τρίτη έκδοση τα «άπαντα» του Παπαδιαμάντη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άπαντα — τα βλ. άπας …   Dictionary of Greek

  • ἀπαντᾶ — ἀπαντάω move from pres subj act 1st sg (doric aeolic) ἀπαντάω move from pres ind act 1st sg (doric aeolic) ἀπαντάω move from pres subj act 1st sg (doric aeolic) ἀπαντάω move from pres ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαντᾷ — ἀπαντάω move from pres subj mp 2nd sg ἀπαντάω move from pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) ἀπαντάω move from pres subj act 3rd sg ἀπαντάω move from pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἀπαντάω move from pres subj mp 2nd sg ἀπαντάω move… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅπαντα — ἅπας sṃ neut nom/voc/acc pl ἅπας sṃ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὐδεὶς δ’ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. — См. Всезнанья Бог человеку не дал …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἀπαντᾶι — ἀπαντᾷ , ἀπαντάω move from pres subj mp 2nd sg ἀπαντᾷ , ἀπαντάω move from pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) ἀπαντᾷ , ἀπαντάω move from pres subj act 3rd sg ἀπαντᾷ , ἀπαντάω move from pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἀπαντᾷ , ἀπαντάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπανταχοῦ — ἀπαντᾱ̱χοῦ , ἀπό ἀντηχέω sing in answer imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἀπαντᾱχοῦ , ἀπό ἀντηχέω sing in answer pres imperat mp 2nd sg (attic doric) ἀπαντᾱχοῦ , ἀπό ἀντηχέω sing in answer imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαντάτω — ἀπαντά̱τω , ἀπαντάω move from pres imperat act 3rd sg ἀπαντά̱τω , ἀπαντάω move from pres imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅπανθ' — ἅπαντα , ἅπας sṃ neut nom/voc/acc pl ἅπαντα , ἅπας sṃ masc acc sg ἅπαντι , ἅπας sṃ masc/neut dat sg ἅπαντε , ἅπας sṃ masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»