Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
(τρέψαι
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
τρέψαι — τρέπω Studien zum griech. Perf. aor imperat mid 2nd sg τρέπω Studien zum griech. Perf. aor inf act τρέψαῑ , τρέπω Studien zum griech. Perf. aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντρέπομαι — και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι) 1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω» «ντρέπομαι για… … Dictionary of Greek
περιλήσαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «περι[σ]τρέψαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί περι ειλήσαι (< περι * + εἰλῶ / εἴλω «πιέζω, στρέφω»)] … Dictionary of Greek
τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… … Dictionary of Greek