-
1 армия
-и θ.1. στρατός•советская армия ο Σοβιετικός στρατός•
служить в -и υπηρετώ στο στρατό•
действующая армия ο ενεργός στρατός•
резервная армия ο εφεδρικός στρατός•
призыв, в -ю η κλήση στο στρατό (υπο τα όπλα)•
регулярная армия ο τακτικός στρατός.
2. το πεζικό.3. σχηματισμός στρατιωτικός, στρατιά•первая конная армия η πρώτη στρατιά ιππικού•
танковая армия η στρατιά αρμάτων μάχης.
|| μτφ. πλήθος•-безработных στρατιά ανέργων.
-
2 армия
арм||ияж1. (вооруженные силы) ὁ στρατός, ἡ στρατιά, τό στράτευμα:Советская Армия ὁ Σοβιετικός Στρατός; Красная Армия ист. ὁ Κόκκινος Στρατός; действующая \армия ὁ ἐνεργός στρατός, ὁ στρατός ἐν ἐνεργεία; регулярная \армия ὁ τακτικός (μόνιμος) στρατός; оккупационная \армия ὁ στρατός κατοχής; сухопу́тная \армия ὁ στρατός τής ξηρᾶς; служить в \армияии ὑπηρετώ στον στρατό; призывать в \армияию καλῶ ὑπό τά ὀπλα;2. (войсковое соединение) ὁ στρατός, ἡ στρατιά:ко́иная \армия τό ιππικό. -
3 армия
армия ж 1) ο στρατός' Советская \армия ο Σοβιετικός στρατός 2) (войсковое соединение ) η στρατιά* * *ж1) ο στρατόςСове́тская а́рмия — ο Σοβιετικός στρατός
2) ( войсковое соединение) η σατιά -
4 рать
ратьж поэт., уст. ὁ στρατός, τό στράτευμα, ἡ στρατιά. -
5 возка
-и θ.1. μεταφορά (με μεταφ. μέσο)•возка дров μεταφορά καυσόξυλων.
2. (απλ.) φορτίο, φόρτωμα, φορτιό• στρατιά. -
6 мотомеханизированный
См. также в других словарях:
στρατιά — στρατιά̱ , στρατία fem nom/voc/acc dual στρατιά̱ , στρατία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) στρατιά̱ , στρατιά army fem nom/voc/acc dual στρατιά̱ , στρατιά army fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιᾷ — στρατία fem dat sg (attic doric aeolic) στρατιά army fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρατία — Στρατίᾱ , Στρατίη fem nom/voc/acc dual Στρατίᾱ , Στρατίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατία — στρατίᾱ , στράτιος of an army fem nom/voc/acc dual στρατίᾱ , στράτιος of an army fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρατίᾳ — Στρατίᾱͅ , Στρατίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατίᾳ — στρατίᾱͅ , στράτιος of an army fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. στρατιή Α [στρατός] σύνολο στρατευμάτων με ενιαία διοίκηση νεοελλ. πολυάριθμος στρατός ξηράς και, ειδικότερα, ο μεγαλύτερος στρατιωτικός σχηματισμός αποτελούμενος από σύνολο σωμάτων στρατού ή συγκροτημάτων ή μονάδων διαφόρων… … Dictionary of Greek
στρατιά — η σύνολο στρατευμάτων: Υπήρξε διοικητής στρατιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρατιάων — στρατιά̱ων , στράτιος of an army masc/fem gen pl (epic aeolic) στρατιά̱ων , στρατία fem gen pl (epic aeolic) στρατιά̱ων , στρατιά army fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιᾶι — στρατιᾷ , στρατία fem dat sg (attic doric aeolic) στρατιᾷ , στρατιά army fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιάν — στρατιά̱ν , στρατία fem acc sg (attic doric aeolic) στρατιά̱ν , στρατιά army fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)