-
1 война
войн||аж ὁ πόλεμος:гражданская \война ὁ ἐμφύλιος πόλεμος· Великая Отечественная \война ὁ Μεγάλος Πατριωτικός πόλεμος· национально-освободительная \война ὁ ἐθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος· партизанская \война ὁ ἀνταρτοπόλεμος· мировая \война ὁ παγκόσμιος πόλεμος· холодная \войнаό ψυχρός πόλεμος· объявить \войнау́ κηρύσσω (или κηρύχνω) τόν πόλεμο· развязать \войнау ἀρχίζω (или ἐξαπολύω) πόλεμο· во время \войнаώ τόν καιρό τοῦ πολέμου, στήν περίοδο τοῦ πολέμου. -
2 война
жο πόλεμοςгражда́нская война́ — ο εμφύλιος πόλεμος
мирова́я война́ — ο παγκόσμιος πόλεμος
национа́льно-освободи́тельная война́ — ο εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος
я́дерная война́ — ο πυρηνικός πόλεμος
вести́ войну́ — πολεμώ, κάνω πόλεμο
-
3 война
-ы, πλθ. войны θ.1. πόλεμος•греко-персидские -ы οι ελληνοπερσικοί πόλεμοι•
первая мировая война ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος.
2. αγώνας, πάλη•постоянная война с самим! собою συνεχής πόλεμος με τον εαυτόν.
-
4 гражданский
гражданский του πολίτη, πολιτικός юр. αστικός \гражданскийие права τα πολιτικά δικαιώματα \гражданский брак ο πολιτικός γάμος \гражданский долг το χρέος του πολίτη \гражданскийая война о εμφύλιος πόλεμος* * *του πολίτη, πολιτικός; юр. αστικόςгражда́нские права́ — τα πολιτικά δικαιώματα
гражда́нский брак — ο πολιτικός γάμος
гражда́нский долг — το χρέος του πολίτη
гражда́нская война́ — ο εμφύλιος πόλεμος
-
5 захватнический
захватнический αρπαχτικός \захватническийая война о αρπαχτικός πόλεμος* * *захва́тническая война́ — ο αρπαχτικός πόλεμος
-
6 отечественный
отечественный πατριωτικός· εθνικός (национальный)· \отечественныйое производство η εθνική παραγωγή ◇ Великая Отечественная война о Μεγάλος Πατριωτικός πόλεμος* * *πατριωτικός; εθνικός ( национальный)оте́чественное произво́дство — η εθνική παραγωγή
••Вели́кая Оте́чественная война́ — ο Μεγάλος Πατριωτικός πόλεμος
-
7 холодный
холодный 1) κρύος, ψυχρός; \холодныйые закуски τα ορεκτικά, οι μεζέδες 2) (равнодушный) ψυχρός, αδιάφορος; \холодный приём η ψυχρή υποδοχή ◇ \холодныйая война о ψυχρός πόλεμος* * *1) κρύος, ψυχρόςхоло́дные заку́ски — τα ορεκτικά, οι μεζέδες
2) ( равнодушный) ψυχρός, αδιάφοροςхоло́дный приём — η ψυχρή υποδοχή
••холо́дная война́ — ο ψυχρός πόλεμος
-
8 священный
επ., βρ: -щен, -щенна, -щенно; ιερός•- ые книги τα ιερά (ή εκκλησιαστικά) βιβλία•
-ая утварь ιερά σκεύη•
-ая воина α) θρησκευτικός πόλεμος, β) ιερός πόλεμος (υπέρ πατρίδας κ.τ.τ.)•
священный долг ιερό καθήκο•
-ая обязанность ιερή υποχρέωση.
εκφρ.,ая история – ιερή ιστορία. -
9 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
10 брань
брань Iж (ругательство) ἡ βρισιά, τό ὑβρεολόγιο.бран||ь IIж (война) уст. ὁ πόλεμος:поле \браньи τό πεδίο τής τιμής, τό πεδίο τῆς μάχης. -
11 братоубийственный
братоуби́й||ственныйприл ἀδελφοκτόνος:\братоубийственныйственная война ὁ ἀδελφοκτόνος πόλεμος. -
12 глобальный
глобальн||ыйприл:\глобальныйая война ὁ οἰκουμενικός πόλεμος. -
13 гражданский
гражданскийприл πολιτικός/ юр. ἀστικός:\гражданскийа́нские права τά πολιτικά δικαιώματα· \гражданскийаиское право τό ἀστικό δίκαιο· \гражданскийа́нский долг τό χρέος τοῦ πολίτη· \гражданскийанская война ὁ ἐμφύλιος πόλεμος· \гражданскийанская панихида ἡ τελετή τῆς ταφής. -
14 грянуть
гряну||тьсов1. (зазвучать) βροντώ/ ἀντηχώ (раздаться)/ ἀρχίζω δυνατά (о песне):\грянутьл выстрел ἀντήχησε πυροβολισμός· гром \грянутьл βρόντηξε, ἀκούστηκε βροντή· \грянутьло ура ἀκούστηκαν ζητωκραυγές·2. перен (разразиться) ἐκρήγνυ-μαι, ξεσπώ:\грянутьла война ξέσπασε ὁ πόλεμος. -
15 захватнический
захватническийприл ἀρπακτικός, κατακτητικός, ληστρικός:\захватническийиическая война ὁ ἀρπακτικός (или κατακτητικός) πόλεμος. -
16 кампания
кампанияж1. воен. ἡ ἐκστρατεία, ὁ πόλεμος·2. (общественная) ἡ καμπάνια:избирательная \кампания ἡ προεκλογική καμπάνια (или κίνηση)· посевная \кампания ἡ καμπάνια τῆς σποράς· уборочная \кампания ἡ ἐξόρμηση τῆς συγκομιδής. -
17 маиевренный
маиевренн||ыйприл ὁ τοῦ ἐλιγμοῦ, στρατηγικός:\маиевренныйаявойна ὁ πόλεμος ἐλιγμών. -
18 междоусобный
междоусобныйприл ἐμφύλιος, ἐσωτερικός· \междоусобныйная война ὁ ἐμφύλιος πόλεμος. -
19 мировой
миров||о́й Iприл (всемирный) παγκόσμιος:\мировойа́я война ὁ παγκόσμιος πόλεμος· \мировой рынок ἡ παγκόσμια ἀγορά· \мировойое господство ἡ παγκόσμια κυριαρχία· \мировойац слава ἡ παγκόσμια δόξα, ἡ παγκόσμια; φήμη· \мировой рекорд τό παγκόσμιο ρεκόρ· в \мировойо́м масштабе разг σέ παγκόσμια κλίμακα ',мировой IIприл уст.:\мировой судья 6л είρηνοδίκης· \мировой суд τό είρηνοδικείο[ν]." -
20 опустошительный
опустош||и́тельныйприл καταστρεπτικός, ἐξολοθρευτικός, ἐξοντωτικός:\опустошительныййтельная война ὁ καταστρεπτικός πόλεμος.
См. также в других словарях:
πόλεμος — war masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
πόλεμος — ο 1. ένοπλη σύγκρουση μεταξύ κρατών: Μας κήρυξε τον πόλεμο η Γερμανία. 2. περίοδος πολέμου: Γεννηθήκαμε μέσα στον πόλεμο. 3. έντονη δραστηριότητα ενάντια σε κάποιον: Μου κάνει πόλεμο τελευταία. – Πόλεμος κατά της ελονοσίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εκατονταετής πόλεμος — Πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, που διήρκεσε από το 1337 έως το 1453, με περιόδους ανακωχής, ορισμένες από τις οποίες είχαν αρκετά μεγάλη χρονική διάρκεια. Είχε χαρακτήρα δυναστικό, εθνικό και οικονομικό. Ξέσπασε με τον θάνατο του Καρόλου Δ’ … Dictionary of Greek
Βορείων και Νοτίων, πόλεμος ή Χωριστικός πόλεμος — (Secession War). Με την ονομασία αυτή είναι γνωστός ο πόλεμος μεταξύ των βόρειων και των νότιων πολιτειών των ΗΠΑ, που διήρκεσε από τον Απρίλιο του 1861 έως τον Απρίλιο του 1865. Το 1860 περίπου το μακρόχρονο και ακανθώδες πρόβλημα της… … Dictionary of Greek
Πελοποννησιακός πόλεμος — Ο μακρότερος και αιματηρότερος πόλεμος μεταξύ των ελληνικών κρατών της αρχαιότητας (431 – 404 π.Χ.). Σε αυτόν βρέθηκαν αντιμέτωπες οι δύο μεγαλύτερες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, η Αθήνα και η Σπάρτη, πλαισιωμένες αντίστοιχα από τις συμμαχίες τους … Dictionary of Greek
Ιερός Πόλεμος — Ονομασία τεσσάρων πολέμων στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας, οι οποίοι είχαν επίκεντρο και αφορμή τους Δελφούς. 1. Α’ Ι.Π. (600 π.Χ.). Πόλεμος της Αμφικτιονίας των Θερμοπυλών εναντίον της Κρίσσας για την ανεξαρτησία των Δελφών. Η Κρίσσα νικήθηκε… … Dictionary of Greek
Επταετής πόλεμος — Ονομασία δύο πολέμων που διήρκησαν επτά χρόνια. 1. Πόλεμος (1563 70) μεταξύ της Σουηδίας και των συμμάχων Λοβέκης, Δανίας και Πολωνίας. Μετά την ήττα της, η Σουηδία αναγκάστηκε να υπογράψει τη συνθήκη του Στετίνου και αποδέχθηκε την αφαίρεση των… … Dictionary of Greek
Δύο Ρόδων, πόλεμος των- — Εμφύλιος πόλεμος που διεξήχθη στην Αγγλία κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι., μεταξύ των οπαδών του οίκου των Λάνκαστερ από τη μία πλευρά, που είχαν για έμβλημα ένα κόκκινο ρόδο, και του οίκου των Γιορκ από την άλλη, που είχαν για έμβλημα ένα… … Dictionary of Greek
Ερρίκων, Πόλεμος των τριών- — Θρησκευτικός πόλεμος στη Γαλλία με πρωταγωνιστές τον Ερρίκο Γ’ του Βαλουά, τον Ερρίκο των Βουρβόνων και τον Ερρίκο της Γκιζ. Ο πόλεμος άρχισε το 1586 και τελείωσε το 1587. Βλ. λ. Ερρίκος (όνομα τεσσάρων βασιλιάδων της Γαλλίας)· Γαλλία (Ιστορία) … Dictionary of Greek
Τριακονταετής πόλεμος — Ευρωπαϊκή σύρραξη, που έγινε κατά το μεγαλύτερο μέρος της, σε γερμανικό έδαφος, μεταξύ των ετών 1618 και 1648. Προήλθε από τις θρησκευτικές διαμάχες, αλλά σύντομα εξελίχθηκε σε γενική πολεμική κινητοποίηση εναντίον των Αψβούργων, οι οποίοι… … Dictionary of Greek