Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(προσιέναι

  • 1 Drown

    v. trans.
    P. καταποντίζειν.
    met., drown (sorrow, etc.): P. and V. κοιμίζειν (Plat.); see Alleviate.
    Not hearing becausethe wind drowned the noise of their approach: P. ψόφῳ τῷ ἐκ τοῦ προσιέναι αὐτοὺς ἀντιπαταγοῦντος τοῦ ἀνέμου οὐ κατακούσαντες (Thuc. 3, 22).
    V. intrans. P. ἀποπνίγεσθαι, καταποντοῦσθαι, P. and V. φανίζεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Drown

См. также в других словарях:

  • προσιέναι — πρόσειμι 1 sum pres inf act προσίημι let come to pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ADITU — frequenti sepulhra honorandi ritus, memoratur eidem Capitolino ibid. c. 3. Tantum honoris Magistris suis detulit. ut imagines corum aureas in Larario haberet, ac sepulchra eorum aditu, hostiis, floribus semper honoraret. Ita membranae Palatinae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»