Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(πεδίον

  • 1 полв

    пол||в
    с
    1. (земля) τό χωράφι, ὁ ἀγρός:
    залежное \полв τό χέρσο χωράφι· пахотное \полв τό καλλιεργήσιμο χωράφι· хлопковые \полвя οἱ βαμβακοφυτείες·
    2. (участок) τό πεδίο[ν], τό γήπεδο[ν]:
    \полв боя τό πεδίο τής μάχης· футбольное \полв γήπεδο ποδοσφαίρου, τό ποδοσφαιρικό γήπεδο· летное \полв τό πεδίον ἀεροπορικών πτήσεων минное \полв τό ναρκοπέδιον
    3. (фон) τό φόντο·
    4. (книги, тетради и т. п.) τό περιθώριο[ν]:
    заметки на \полвях οἱ σημειώσεις στό περιθώριο σελίδας· 5.:
    \полвя мн. (шляпы) ὁ γῦρος, τό μπορ·
    6. физ. τό πεδίον:
    электромагнитное \полв τό ήλεκ-τρομαγνητικόν πεδίον ◊ \полв деятельности τό πεδίο δράσεως, ἡ σφαίρα δράσης· \полв зрения τό ὁπτικό πεδίο· одного́ \полвя ягода презр. ἀνθρωποι τοῦ Ιδίου φυράματος, ἀνθρωποι τής ίδιας πάστας.

    Русско-новогреческий словарь > полв

  • 2 поприще

    поприще
    с τό πεδίον, ἡ σταδιοδρομία; на цау́чном \поприще στό ἐπιστημονικόν πεδίον.

    Русско-новогреческий словарь > поприще

  • 3 нива

    нива
    ж
    1. ὁ ἀγρός, ὁ κάμπος, τό χωράφι·
    2. перен (поле деятельности) τό πεδίον, ὁ τομεύς.

    Русско-новогреческий словарь > нива

  • 4 пасть

    пасть I
    сов
    1. см. падать 2, 3, 6·
    2. (в бою) πέφτω μαχόμενος:
    \пасть на по́ле брани πέφτω στό πεδίον τῆς μάχης (или τής τιμής)· ◊ \пасть в чьем-л. мнении ξεπέφτω στά μάτια κάποιου· крепость пала τό φρούριο Επεσε· \пасть жертвой πέφτω Θῦμα.
    пасть II ж (животного) τό στόμα (ζώοο).

    Русско-новогреческий словарь > пасть

  • 5 плац

    плац
    м воен. ἡ πλατεία παρελάσεων, τό πεδίον.

    Русско-новогреческий словарь > плац

  • 6 плацдарм

    плацдарм
    м
    1. воен. τό στρατιωτικόν πεδίον
    2. перен τό προγεφύρωμα, τόπος ἐπιθετικής ἐξορμήσεως.

    Русско-новогреческий словарь > плацдарм

  • 7 посадочный

    посадочн||ый
    прил
    1. с.-х. φυτεύσιμος κατάλληλος γιά φύτευση, γιά σπορά:
    \посадочный·βί машина ἡ σπαρτική μηχανή·
    2. ἀβ. τή< προσγειώσεως, τής προσγείωσης:
    \посадочныйая площадка τό πεδίον προσγειώσεως.

    Русско-новогреческий словарь > посадочный

См. также в других словарях:

  • Πεδίον — plain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδιον — neut nom/voc/acc sg πεδάω bind with fetters imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) πεδάω bind with fetters imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδίον — πεδάω bind with fetters pres part act masc voc sg (epic doric ionic) πεδάω bind with fetters pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic) πεδίον plain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδίον — τὸ, Α [πέδη] υποκορ. τού πέδη …   Dictionary of Greek

  • πεδιόν — μέτειμι 1 sum pres part act masc voc sg (doric aeolic) μέτειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μέτειμι 2 ibo pres part act masc voc sg (doric aeolic) μέτειμι 2 ibo pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλήιον πεδίον — Παραθαλάσσια πεδιάδα της Κιλικίας, όπου κατά τον Πίνδαρο ο Ζευς θυμωμένος με τον Βελλερεφόντη, που θέλησε να πετάξει μέχρι τους θεούς με τον Πήγασο, τον έριξε εκεί για να πλανιέται μόνος και έρημος. Ο Δαρείος ο Υστάσπυς έδωσε διαταγή στους… …   Dictionary of Greek

  • Άρεως, πεδίον — Ανοιχτός χώρος στη Ρώμη, ανάμεσα στους λόφους του Καπιτωλίου, του Κυρηναλίου και του Πιγκίου και στη μεγάλη καμπή του Τίβερη. Ανήκε στους Ταρκυνίους, αλλά μετά την κατάργηση της βασιλείας τους τον αφιέρωσαν στο θεό του πόλεμου Άρη και από τότε… …   Dictionary of Greek

  • Δώτιον πεδίον — Ονομασία δύο πεδιάδων κατά την αρχαιότητα. 1. Το ανατολικότερο τμήμα της θεσσαλικής πεδιάδας, που οριζόταν από την Όσσα, το Πήλιο, τον Όλυμπο, τις Κυνός Κεφαλές και τις λίμνες Βοιβηίδα και Νεσσωνίδα. 2. Πεδιάδα της Χίου, στο νότιο τμήμα του… …   Dictionary of Greek

  • πεδίοιο — πέδιον neut gen sg (epic) πεδάω bind with fetters pres opt mp 2nd sg (epic doric ionic) πεδίον plain neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδίοισι — πέδιον neut dat pl (epic ionic aeolic) πεδάω bind with fetters pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) πεδίον plain neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδίοισιν — πέδιον neut dat pl (epic ionic aeolic) πεδάω bind with fetters pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) πεδίον plain neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»