-
1 аршин
παλαιά ρωσική μονάδα μέτρησης μήκους, ισούται με 0,71 μ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аршин
-
2 исстари
επίρ.από παλαιά•так ведтся έτσι συνηθίζεται από παλαιά.
-
3 отдалённый
επ. από μτχ.μακρινός, αλαργινός απόμακρος απομακρυσμένος•отдалённый край απομακρυσμένη.περιοχή•
-ые времена παλαιά χρόνια, παρωχημένοι χρόνοι•
-ая древность η πολύ παλαιά (απώτατη) αρχαιότητα•
-ое будущее το απώτατο μέλλον•
-ое прошлое το μακρινό παρελθόν•
-ое родство μακρινή συγγένεια•
отдалённый родственник μακρινός συγγενής.
|| απόκεντρος. || ελάχιστος, ασήμαντος•-ое сходство ελάχιστη ομοιότητα.
|| αποξενωμένος αδιάφορος. -
4 доля
1. (часть чего-л.) το κλάσμα, το μερίδιο, το μέρος, το τμήμα, η μερίδαмассовая - της μάζας του συστατικού μ(ε)ίγματος ως προς το σύνολο μάζας μείγματοςмольная - см. молярная -2. (мера веса) παλαιά ρωσική μονάδα μάζας πριν την εφαρμογή του μετρικού συστήματος ίση με 44,4349 κιλά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доля
-
5 полуустав
η παλαιά γραφή με κεφαλαία και μικρά γράμματα και χρησιμοποίηση της σύντμησης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полуустав
-
6 сажень
(старая русская мера длины) παλαιά ρωσική μονάδα μήκους που ισούται με 2,13 μέτρα маховая - ισούται με 1,76 μέτρα, морская - η οργυιά, косая - ισούται με 2,48 μέτρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сажень
-
7 ветхий
ветх||ийприл παλιός, παμπάλαιος, σαθρός/ ἐσχατόγερος, γηραιός (о человеке)/ ἐτοιμόρροπος (о здании):\ветхий старик ἐσχατόγερος· \ветхий дом τό παλιό (или τό ἐτοιμόρροπο) σπίτι· <> Ветхий Завет рел. ἡ Παλαιά Διαθήκη. -
8 встарь
встарьнареч поэт. τ όν παλιό καιρό, τά παλαιά χρόνια, τό πάλαι. -
9 гвардия
гвардияж ἡ φρουρά:Красная Гвардия ист. ἡ Κόκκινη Φρουρά· национальная \гвардия (в Греции) ἡ ἐθνοφρουρά· ◊ старая \гвардия ἡ παλαιά φρουρά. -
10 исстари
исстаринареч ἀπό παληά, ἀπό τά παλαιά χρόνια:\исстари повелось... ἀπό παληά ἔχει καθιερωθεί... -
11 аз
-а α.1. παλαιά ονομασία του γράμματος «А».2. παλ. -ы πλθ. τα γράμματα του αλφάβητου.εκφρ.ни аза (в глаза) не понимать, не знать – τίποτε δεν καταλαβαίνω, δεν ξέρω, δε σκαμπάζω•от аза до ижицы – από το άλφα ως το ωμέγα (από την αρχή ως το τέλος). -
12 азям
-а α.(διαλκ.) παλαιά χωρική ενδυμασία. -
13 ветхий
επ., βρ: ветх, -а, -оφθαρμένος, παλιός, παμπάλαιος•-ое платье φθαρμένο φόρεμα.
|| ετοιμόρροπος•ветхий дом ετοιμόρροπο σπίτι.
|| σαραβαλιασμένος, σαράβαλο, κούσαλο•-старик εσχατόγηρος, γεροκούσαλο
εκφρ.ветхий завет – η Παλαιά Διαθήκη. -
14 гвардия
-и θ.φρουρά•национальная гвардия εθνοφρουρά•
красная гвардия κόκκινη φρουρά•
белая гвардия λευκή φρουρά•
старая гвардия παλαιά φρουρά.
-
15 глаголь
-я α.1. παλαιά ονομασία του γράμματος «Г».2. παλ. το σχήμα Γ. -
16 древле
επίρ. παλ. παλαιά, στον παλαιό καιρό. -
17 древний
επ., βρ: -вен, -вня, -вне.1. αρχαίος, παλαιός•древний обычай παλαιά συνήθεια•
-яя Греция η αρχαία Ελλάδα•
-ие памятники исскуства αρχαία μνημεία Τέχνης•
древний греческий язык η αρχαία ελληνική γλώσσα•
-яя рукопись αρχαίο χειρόγραφο.
ουσ. πλθ. -ие οι αρχαίοι.2. γηραιός, γέρικος•-ие оливковые деревья γέρικα ελαιόδεντρα•
древний старик ο υπέργηρος.
εκφρ.- ие языки – οιαρχαίες γλώσσες (ελληνική και. λατινική). -
18 единоверие
-я ουδ.1. ομοδοξασία,2. παλαιά χριστιανολειτουργική αίρεση. -
19 живёте
ουδ. άκλ. παλαιά ονομασία του γράμματος «Ж». -
20 завет
-а α.1. (υψ. χφος) εντολή, υποθήκη•-ы ленина πολιτνκή διαθήκη του Λιένιν.
2. (όρκος, υπόσχεση)•ветхий завет Παλαιά Διαθήκη•
Новый завет Καινή Δαθήκη.
См. также в других словарях:
Παλαιά — Παλαιά̱ , Παλαιή fem nom/voc/acc dual Παλαιά̱ , Παλαιή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιά — παλαιός old in years neut nom/voc/acc pl παλαιά̱ , παλαιός old in years fem nom/voc/acc dual παλαιά̱ , παλαιός old in years fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλαιά Επίδαυρος — Sp Senàsis Epidáuras Ap Παλαιά Επίδαυρος/Palaia Epidavros L P Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Παλαιά Φώκαια — Sp Senóji Fòkėja Ap Παλαιά Φώκαια/Palaia Fokaia L Atika, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Παλαιά — Μικρό χωριό της αρχαίας Αιολίδας (Μυσία Μικράς Ασίας), κοντά στην πόλη Άστυρα και στη λίμνη Σάπρα. Αναφέρεται από τον Στράβωνα (15,614) αλλά μέχρι σήμερα δεν προσδιορίστηκε η ακριβής θέση του. Στο χωριό αυτό κατέληγε μία υπόγεια σπηλιά, μήκους… … Dictionary of Greek
Παλαιᾷ — Παλαιή fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιᾷ — παλαιός old in years fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλαιά Βρύση — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 820 μ.), στην πρώην επαρχία Τριφυλίας, του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ραπτοπούλου … Dictionary of Greek
Παλαιά Γιαννιτσού — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ.) του νομού Φθιώτιδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (31 τ. χλμ.) … Dictionary of Greek
Παλαιά Διαθήκη — Bλ. λ. Διαθήκη και Αγία Γραφή … Dictionary of Greek
Παλαιά Επίδαυρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας, του νομού Αργολίδας, έδρα του ομώνυμου δήμου. Εκτείνεται μέχρι τα παράλια, τα κεντρικά, του κόλπου Επιδαύρου, σε εύφορη περιφέρεια … Dictionary of Greek