-
1 ночь
ноч||ьж ἡ νύκτα, ἡ νύχτα, ἡ νύξ:темная (летняя) \ночь ἡ σκοτεινή (ή καλοκαιριάτικη) νύχτα· звездная \ночь ἡ ἀστροφεγγιά· бессонная \ночь ἡ ἄγρυπνη νύχτα· \ночь на дворе ἐξω εἶναι σκοτάδι, ἐνύχτωσε· с наступлением \ночьи μόλις νυχτώσει, μόλις νύχτωσε, περί λύχνων ἀφάς· по \ночьам χ(ς νύχτες, νυχτιάτικα· за \ночь σέ μιά νύχτα· всю \ночь напролет ὅλη τήν νύχτα· спокойной \ночьи καληνύχτα.
См. также в других словарях:
Νύξ — night fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύξ — night fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυξ — Μυθολογικό πρόσωπο. Προσωποποίηση της νύχτας, ο Όμηρος την παριστάνει σαν μια δυνατή θεά που την τιμά ο Ζευς και η οποια αποκαλείται και δμήτρια, (= δαμάστρια των ανθρώπων) και αμβροσίη (= που αναζωογονεί τους ανθρώπους με τον ύπνο). Ο Ησίοδος… … Dictionary of Greek
Νύξ' — Νυξί , Νύξ night fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύξ' — νύξι , νύξις pricking fem voc sg νύξαι , νύσσω touch with a sharp point aor imperat mid 2nd sg νύξαι , νύσσω touch with a sharp point aor inf act νύξα , νύσσω touch with a sharp point aor ind act 1st sg (homeric ionic) νύξε , νύσσω touch with a… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιλύκη νύξ — ἀμφιλύκη νύξ, η (Α) 1. το μεταξύ νύκτας και ημέρας αμυδρό φως, το λυκαυγές, τα χαράματα 2. λυκόφως, σούρουπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + *λύκη] … Dictionary of Greek
Νυκτοῖν — Νύξ night fem gen/dat dual Νυκτεύς masc gen/dat dual (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτοῖν — νύξ night fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νυκτί — Νύξ night fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτί — νύξ night fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νυκτῶν — Νύξ night fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)