Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(νόσοι

См. также в других словарях:

  • νοσοῖ — νοσέω to be sick pres opt act 3rd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόσοι — νόσος sickness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαγγελματικές νόσοι — Νόσοι που προκαλούνται από τις συνθήκες του εργασιακού περιβάλλοντος. Διακρίνονται από εκείνες τις παθολογικές καταστάσεις στις οποίες το είδος της εργασίας δρα μόνο ως τυχαίο αίτιο, όπως, για παράδειγμα, τα ατυχήματα. Σε αντίθεση με τα ατυχήματα …   Dictionary of Greek

  • αυτοαλλεργικές νόσοι — Έτσι ονομάζονται οι αρρώστιες στη διάρκεια των οποίων η βλάβη ή η καταστροφή ιστών είναι αποτέλεσμα ανοσολογικής αντίδρασης αυτοαντισωμάτων. Οι α.ν. διακρίνονται σε ειδικές και όχι ειδικές του οργάνου που υποφέρει. Οι πρώτες χαρακτηρίζονται από… …   Dictionary of Greek

  • εξανθηματικές νόσοι — Οξείες λοιμώδεις νόσοι που χαρακτηρίζονται από την εμφάνιση δερματικών εκδηλώσεων ερυθρού χρώματος, οι οποίες μπορεί να είναι διάχυτες (ερύθημα) ή εντοπισμένες. Στα αίτια δεν υπεισέρχεται πάντα ο μικροβιακός παράγοντας, όπως για παράδειγμα στο… …   Dictionary of Greek

  • μηνιγγίτιδες — Νόσοι που οφείλονται σε φλεγμονή των μηνίγγων, κυρίως των λεπτών. Τα αίτια που τις προκαλούν είναι διάφορα μικρόβια, όπως ο μηνιγγιτιδόκοκκος, ο πνευμονιόκοκκος, ο αιμόφιλος (πυώδεις μ.), το μικρόβιο της φυματίωσης (φυματιώδης μ.), διάφοροι ιοί… …   Dictionary of Greek

  • κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • μολυσματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μόλυσμα ή προέρχεται από μόλυσμα 2. αυτός που μεταδίδεται με μόλυνση ή προκαλεί μόλυνση, μεταδοτικός, κολλητικός 3. φρ. «μολυσματικές νόσοι» λοιμώδεις νόσοι που μεταδίδονται από έναν ζωντανό οργανισμό σε… …   Dictionary of Greek

  • προαυξής — ές, Α 1. αυτός που πήρε πλήρη ανάπτυξη, ο τελείως αυξημένος 2. ο σχετικός με ηλικιωμένα άτομα («νόσοι προαυξέες» νόσοι που προσβάλλουν ηλικιωμένα άτομα, Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αυξής (< αὔξω), πρβλ. δυσ αυξής] …   Dictionary of Greek

  • Μαλάμος, Βασίλειος — (1909 – 1973). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Το 1947 έγινε έκτακτος και το 1953 τακτικός καθηγητής της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Μ. διετέλεσε και διευθυντής της θεραπευτικής κλινικής του νοσοκομείου Αλεξάνδρα. Το 1948 διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»