-
1 печень
печеи||ьж τό. ήπαρ, τό σηκώτι:болезни \печеньи οἱ νόσοι τοῦ ήπατος. -
2 желудочный
επ.στομαχικός, γαστρικός•-ые заболевания νόσοι του στομάχου•
желудочный сок γαστρικό υγρό.
|| για το στομάχι•-ые капли οι σταγόνες για το στομάχι.
-
3 инфекционный
επ.μολυσματικός, λοιμώδης, μεταδοτικός•-ые болезни λοιμώδεις νόσοι.
-
4 кишечный
επ.1. εντερικός, του εντέρου•-сок το εντερικό υγρό•
-ые заболевания νόσοι των εντέρων, τα εντερικά.
2. εντέρινος, α-πο έντερο•-ые страны χορδές εντέρινες.
-
5 копытный
επ.της οπλής•копытный след ίχνος οπλής•
-ые болезни νόσοι της οπλής.
|| οπληφόρος.
См. также в других словарях:
νοσοῖ — νοσέω to be sick pres opt act 3rd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόσοι — νόσος sickness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαγγελματικές νόσοι — Νόσοι που προκαλούνται από τις συνθήκες του εργασιακού περιβάλλοντος. Διακρίνονται από εκείνες τις παθολογικές καταστάσεις στις οποίες το είδος της εργασίας δρα μόνο ως τυχαίο αίτιο, όπως, για παράδειγμα, τα ατυχήματα. Σε αντίθεση με τα ατυχήματα … Dictionary of Greek
αυτοαλλεργικές νόσοι — Έτσι ονομάζονται οι αρρώστιες στη διάρκεια των οποίων η βλάβη ή η καταστροφή ιστών είναι αποτέλεσμα ανοσολογικής αντίδρασης αυτοαντισωμάτων. Οι α.ν. διακρίνονται σε ειδικές και όχι ειδικές του οργάνου που υποφέρει. Οι πρώτες χαρακτηρίζονται από… … Dictionary of Greek
εξανθηματικές νόσοι — Οξείες λοιμώδεις νόσοι που χαρακτηρίζονται από την εμφάνιση δερματικών εκδηλώσεων ερυθρού χρώματος, οι οποίες μπορεί να είναι διάχυτες (ερύθημα) ή εντοπισμένες. Στα αίτια δεν υπεισέρχεται πάντα ο μικροβιακός παράγοντας, όπως για παράδειγμα στο… … Dictionary of Greek
μηνιγγίτιδες — Νόσοι που οφείλονται σε φλεγμονή των μηνίγγων, κυρίως των λεπτών. Τα αίτια που τις προκαλούν είναι διάφορα μικρόβια, όπως ο μηνιγγιτιδόκοκκος, ο πνευμονιόκοκκος, ο αιμόφιλος (πυώδεις μ.), το μικρόβιο της φυματίωσης (φυματιώδης μ.), διάφοροι ιοί… … Dictionary of Greek
κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
μολυσματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μόλυσμα ή προέρχεται από μόλυσμα 2. αυτός που μεταδίδεται με μόλυνση ή προκαλεί μόλυνση, μεταδοτικός, κολλητικός 3. φρ. «μολυσματικές νόσοι» λοιμώδεις νόσοι που μεταδίδονται από έναν ζωντανό οργανισμό σε… … Dictionary of Greek
προαυξής — ές, Α 1. αυτός που πήρε πλήρη ανάπτυξη, ο τελείως αυξημένος 2. ο σχετικός με ηλικιωμένα άτομα («νόσοι προαυξέες» νόσοι που προσβάλλουν ηλικιωμένα άτομα, Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αυξής (< αὔξω), πρβλ. δυσ αυξής] … Dictionary of Greek
Μαλάμος, Βασίλειος — (1909 – 1973). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Το 1947 έγινε έκτακτος και το 1953 τακτικός καθηγητής της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Μ. διετέλεσε και διευθυντής της θεραπευτικής κλινικής του νοσοκομείου Αλεξάνδρα. Το 1948 διορίστηκε… … Dictionary of Greek