Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(μέριμνα

  • 1 внимание

    внимание с 1) η. προσοχή принять во \внимание παίρνω υπόψη* обратить \внимание στρέφω τηνπροσοχή, προσέχω 2) (забота) η φροντίδα, η μέριμνα окружить \вниманием кого-л. περιποιούμαι κάποιον \вниманиеΙ προσοχή!
    * * *
    с
    1) η προσοχή

    приня́ть во внима́ние — παίρνω υπόψη

    обрати́ть внима́ние — στρέφω την προσοχή, προσέχω

    2) ( забота) η φροντίδα, η μέριμνα

    окружи́ть внима́нием кого́-л. — περιποιούμαι κάποιον

    внима́ние! — προσοχή!

    Русско-греческий словарь > внимание

  • 2 забота

    забота ж 1) η φροντίδα, η μέριμνα 2) (уход ) η περιποίηση
    * * *
    ж
    1) η φροντίδα, η μέριμνα
    2) ( уход) η περιποίηση

    Русско-греческий словарь > забота

  • 3 отношение

    отношение с 1) η στάση, η συμπεριφορά* хорошее \отношение η καλή συμπεριφορά· небрежное \отношение η αμέλεια, η αδιαφορία* бережное η μέριμνα 2) (взаимная связь) η σχέση 3)мн.: \отношениея οι σχέσεις· дипломатические \отношениея οι διπλωματικές σχέσεις ◇ в \отношениеи кого-л. σχετικά με κάποιον во всех \отношениеях απ' όλες τις πλευρές, από πολλές απόψεις
    * * *
    с
    1) η στάση, η συμπεριφορά

    хоро́шее отноше́ние — η καλή συμπεριφορά

    небре́жное отноше́ние — η αμέλεια, η αδιαφορία

    бе́режное отноше́ние — η μέριμνα

    2) ( взаимная связь) η σχέση
    3) мн.

    отноше́ния — мн. οι σχέσεις

    дипломати́ческие отноше́ния — οι διπλωματικές σχέσεις

    ••

    в отноше́нии кого́-л. — σχετικά με κάποιον

    во всех отноше́ниях — απ'όλες τις πλευρές, από πολλές απόψεις

    Русско-греческий словарь > отношение

  • 4 уход

    I.
    1. (обслуживание, забота оказание помощи) η περιποίηση, η φροντίδα 2. (отклонение) η απόκλιση
    - гироскопа в результате вращения Земли - της γυροπυξίδας λόγω περιστροφής της Γης
    - частоты - της συχνότητας, η φυγή συχνότητας
    II.
    (покидание, удаление, перемещение) η φυγή, η εγκατάλειψη
    - с работы η εγκατάλειψη της δουλειάς/εργασίας

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уход

  • 5 бережно

    бережн||о
    нареч προσεκτικά [-ῶς], μέ φροντίδα:
    относиться \бережно к кому́-л. προσέχω κάποιον, δείχνω φροντίδα (или μέριμνα) γιά κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > бережно

  • 6 бережность

    бережн||ость
    ж ἡ προσοχή, ἡ φροντίδα [-ίς], ἡ μέριμνα.

    Русско-новогреческий словарь > бережность

  • 7 внимание

    внимани||е
    с
    1. ἡ προσοχή:
    достойный \вниманиея ἀξιοπρόσεκτος, ἀξιοσημείωτος· обращать \внимание δίνω προσοχή, στρέφω τήν προσοχή μου· ре обращайте \вниманиея (на э́то) μή δίνετε σημασία· привлекать чье-л. \вниманиее τραβάω (или ἐπισύρω) τήν προσοχή· принимать во \внимание παίρνω ὑπ' ὀψη· оставлять без \вниманиея что-л. δέν δίνω προσοχή, δέν δίνω σημασία· \внимание1 προσοχή!·
    2. (предупредительность) ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα, ἡ περιποίηση:
    оказывать кому́-л. \вниманиее φροντίζω (или μεριμνώ) γιά κάποιον окружать кого-л. \вниманиеем
    περιβάλλω κάποιον μέ φροντίδα, περιποιούμαι.

    Русско-новогреческий словарь > внимание

  • 8 внимательность

    внимательн||ость
    ж \. ἡ προσεκτικό-τητα, ἡ προσοχή, τό ἐνδιαφέρον
    2. (предупредительность) ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα, ἡ περιποίηση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > внимательность

  • 9 забота

    забот||а
    ж
    1. (беспокойство) ἡ φρον-τίδα [-ϊς], ἡ μέριμνα, ἡ ἐγνοια·
    2. (попечение) ἡ φροντίδα [-ίς], ἡ περιποίηση [-ις]· ◊ без забот ξέγνοιαστος, ἀμέριμνος· это моя \забота εἶναι δικιά μου δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > забота

  • 10 заботливость

    забот||ливость
    ж ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα, ἡ περιποίηση [-ις], ἡ ἐπιμέλεια.

    Русско-новогреческий словарь > заботливость

  • 11 культурно-бытовой

    культу́рно-бытов||ой
    прил (ἐκ)πολιτι-στικός-βιωτικός:
    \культурно-бытовойо́е обслу́живание ἡ (έκ)πολιτιστικο-βιωτική μέριμνα· \культурно-бытовойое строительство ἡ οίκοδόμηση ἱδρυμάτων πολιτιστικο-βιωτικής μέριμνας.

    Русско-новогреческий словарь > культурно-бытовой

  • 12 отношение

    отношени||е
    с
    1. ἡ στάση, ἡ σχέση προς.../ τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά (об-хоокдение):
    бережное \отношение ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα· небрежное \отношение ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀδιαφορία·
    2. (связь, касательство) ἡ σχέση [-ις[:
    не имея \отношениея к чему-л. δέν ἔχω σχέση μέ...· какое это имеет \отношение к...? καί τί σχέση ἔχει αὐτό μέ..;·
    3. \отношениея мн. (взаимное общение, связь) οἱ σχέσεις:
    производственные \отношениея οἱ παραγωγικές σχέσεις· деловые \отношениея οἱ ἐμπορικές σχέσεις· родственные \отношениея ἡ συγγένεια· дружеские \отношениея οἱ φιλικές σχέσεις· завязы-бать \отношениея συνάπτω σχέσεις·
    4. мат ὁ λόγος, ἡ ἀναλογία, ἡ σχέσις δύο ποσῶν. в прямом (обратном) \отношениеи εὐθέως (αντιστρόφως) ἀνάλογα·
    5. канц. τό ἐγγραφο, τό ὑπόμνημα· ◊ по \отношениею.к кому́-л., че-му́-л., в \отношениеи кого-л., чего́-л. σχετικά μέ, σέ σχέση μέ· в этом \отношениеи σχετικά μ' αὐτό· во многих \отношениеях ἀπό πολλες ἀπόψεις· во всех \отношениеях ἀπ' ὀλες τίς ἀπόψεις· ни в каком \отношениеи κατ' οὐδένα λόγον, μέ κανένα τρόπο.

    Русско-новогреческий словарь > отношение

  • 13 попечение

    попеч||ение
    с ἡ προστασία, ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα:
    быть на \попечениеении βρίσκομαι ὑπό τήν κηδεμονίαν.

    Русско-новогреческий словарь > попечение

  • 14 внимание

    ουδ.
    1. προσοχή•

    слушать со -ем ακούω με προσοχή•

    привлечь внимание τραβώ την προσοχή•

    в центре -я στο κέντρο της προσοχής•

    достойный -я άξιος προσοχής, αξιοπρόσεκτος.

    2. φροντίδα, μέριμνα•

    с должным -ем με την απαιτούμενη προσοχή•

    оставить без -я δεν προσέχω, δε δίνω προσοχή, αδιαφορώ.

    εκφρ.
    -! – προσοχή! (παράγγελμα)•
    - го кого – σε γνώση κάποιου, για γνώση, γιά να γνωρίζει•
    - го покупателей – για να ξέρουν οι αγοραστές•
    обратить внимание – δίνω προσοχή•
    обратить на себя - – τραβώ την προσοχή•
    уделить внимание – δίνω προσοχή, δείχνω ενδιαφέρο•
    принять во внимание – παίρνω υπ’ όψη.

    Большой русско-греческий словарь > внимание

  • 15 внимательность

    θ.
    1. προσεχτικότητα.
    2. φροντίδα, μέριμνα, ενδιαφέρο.

    Большой русско-греческий словарь > внимательность

  • 16 забота

    θ.
    1. φροντίδα, σκέψη, έγνοια•

    он причиняет мне много -от αυτός με βάζει, σε πολλές έγνοιες.

    2. μέριμνα, φροντίδα, επίβλεψη, περιποίηση•

    забота о больном περιποίηση ασθενή•

    проявить -у δείχνω φροντίδα.

    || πλθ. -ы φροντίδες, σκοτούρες.
    εκφρ.
    без -от – αμέριμνα, ξέγνοιαστα•
    не твоя (егоκ.τ.τ.) -δεν είναι δική σου, δική του κλπ. δουλιά,δε σ’ ενδιαφέρει•
    не было -’ы! – σανά μην έφταναν αυτά! αυτό χρειάζονταν (ή έλειπε) ακόμα! (για απρόοπτο, δυσάρεστο γεγονός).

    Большой русско-греческий словарь > забота

  • 17 заботливость

    θ.
    ανησυχία. || φροντίδα, μέριμνα• επιμέλεια.

    Большой русско-греческий словарь > заботливость

  • 18 озабоченность

    θ.
    φροντίδα, μέριμνα,έγνοια, ανησυχία, σκοτούρα.

    Большой русско-греческий словарь > озабоченность

  • 19 отношение

    ουδ.
    1. συμπεριφορά, φέρσιμο, διαγωγή•

    хорошее отношение к детям καλή συμπεριφορά προς τα παιδιά.

    || στάση σχέση•

    б-режное отношение к социалистической собственности μέριμνα (φροντίδα) για τη σοσιαλιστική περιουσία (ιδιοκτησία)•

    небрежное отношение αμερημνη-σία, αμέλεια, αδιαφορία.

    || άποψη, έννοια, αντίληψη• θέση στάση.
    2. (πλ θ.) -я σχέσεις, δεσμοί•

    семейные -я οικογενειακές σχέσεις•

    дружеские -я φιλικές σχέσεις•

    производственные -я παραγωγικές σχέσεις•

    в -и σχετικά, ως προς•

    общественные -я κοινωνικές σχέσεις•

    в каких вы с ним -ях? σε τι σχέσεις βρίσκεστε μ αυτόν; τι σχέσεις έχετε μαυτόν;

    γνωριμία (με επαγγέλματα, ειδικότητα κ.τ.τ.).
    3. αλληλοσύνδεση•

    отношение мышления к бытию η σχέση της σκέψης προς την αντικειμενικότητα (προς το είναι).

    4. έκθεση, αναφορά.
    5. (μαθ.) λόγος, αναλογία ποσού•

    в прямом -ии ευθέως ανάλογα•

    в обратном -ии αντιστρόφως ανάλογα.

    εκφρ.
    по -ию – αναφορικά, σχετικά, όσον αφορά, ως προς•
    в некотором -ии – κάπως, από μια άποψη, από μια πλευρά, εν μέρει•
    во всех -ях – σε όλα, από όλες τις απόψεις•
    в -ииβλ. παραπάνω•
    по -иго во многих -ях – από πολλές απόψεις•
    ни в каком -и – καθόλου, με κανένα τρόπο,.

    Большой русско-греческий словарь > отношение

  • 20 попечение

    ουδ.
    κηδεμονία, προστασία μέριμνα, φροντίδα.

    Большой русско-греческий словарь > попечение

См. также в других словарях:

  • μερίμνα — μερίμνᾱ , μέριμνα care fem nom/voc/acc dual μερίμνᾱ , μεριμνάω care for pres imperat act 2nd sg μερίμνᾱ , μεριμνάω care for imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέριμνα — care fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέριμνα — η (ΑM μέριμνα, Μ και μέρεμνα) φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι, έγνοια νεοελλ. μσν. στον πληθ. οι μέριμνες, αἱ μέριμναι σκοτούρες, βάσανα μσν. 1. προβληματισμός 2. στενοχώρια 3. περίσκεψη, επαγρύπνηση 4. επιδίωξη, προετοιμασία για να… …   Dictionary of Greek

  • μέριμνα — η φροντίδα, επιμέλεια, έγνοια: Στις ακριτικές περιοχές δεν υπάρχει ιατρική μέριμνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεριμνᾷ — μεριμνάω care for pres subj mp 2nd sg μεριμνάω care for pres ind mp 2nd sg (epic) μεριμνάω care for pres subj act 3rd sg μεριμνάω care for pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερίμνας — μερίμνᾱς , μέριμνα care fem acc pl μερίμνᾱς , μέριμνα care fem gen sg (doric aeolic) μερίμνᾱς , μεριμνάω care for imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριμνᾶι — μεριμνᾷ , μεριμνάω care for pres subj mp 2nd sg μεριμνᾷ , μεριμνάω care for pres ind mp 2nd sg (epic) μεριμνᾷ , μεριμνάω care for pres subj act 3rd sg μεριμνᾷ , μεριμνάω care for pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέριμν' — μέριμνα , μέριμνα care fem nom/voc sg μέριμναι , μέριμνα care fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριμνᾶν — μέριμνα care fem gen pl (doric aeolic) μεριμνάω care for pres part act masc voc sg (doric aeolic) μεριμνάω care for pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μεριμνάω care for pres part act masc nom sg (doric aeolic) μεριμνᾶ̱ν , μεριμνάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριμνάων — μεριμνά̱ων , μέριμνα care fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερίμναν — μερίμνᾱν , μεριμνάω care for imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μερίμνᾱν , μεριμνάω care for imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»