-
1 луг
лугм τό λειβάδι[ον], ὁ λειμών. -
2 покос
покосм1. (действие) τό θέρισμα χόρτου, τό κόσσισμα·2. (место) τό λειβάδι, ὁ λειμών. -
3 прерия
прерияж геогр. τό λειβάδι, ὁ λειμών.
См. также в других словарях:
Λειμών — any moist masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμών — any moist masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λειμῶν' — Λειμῶνα , Λειμών any moist masc acc sg Λειμῶνι , Λειμών any moist masc dat sg Λειμῶνε , Λειμών any moist masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμῶν' — λειμῶνα , λειμών any moist masc acc sg λειμῶνι , λειμών any moist masc dat sg λειμῶνε , λειμών any moist masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λειμών — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Λ. ήταν γιος του Τεγεάτη και της Μαίρας και αδελφός του Σκέφρου. Κάποτε είδε τον αδελφό του να συνομιλεί με τον Απόλλωνα και επειδή νόμιζε ότι εκείνος τον συκοφαντούσε στον θεό, τον θανάτωσε. Τότε η… … Dictionary of Greek
ειμών — λειμών, ῶνος, ὁ (Α) βλ. λειμώνας … Dictionary of Greek
Λειμῶνα — Λειμών any moist masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμῶνα — λειμών any moist masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λειμῶνας — Λειμών any moist masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμῶνας — λειμών any moist masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λειμῶνες — Λειμών any moist masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)