Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

(κύκλος

  • 1 κύκλος

    [киклос] ουσ. а. круг, окружность, цикл, период времени.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κύκλος

  • 2 круг

    круг м 1) в рази. знач. о κύκλος, ο γύρος 2) (среда) о κύκλος, το περιβάλλον правящие \кругй οι ιθύνοντες κύκλοι· в \кругу друзей μεταξύ φίλων ◇ заколдованный \круг о φαύλος κύκλος
    * * *
    м
    1) в разн. знач. ο κύκλος, ο γύρος
    2) ( среда) ο κύκλος, το περιβάλλον

    пра́вящие круги́ — οι ιθύνοντες κύκλοι

    в кругу́ друзе́й — μεταξύ φίλων

    ••

    заколдо́ванный круг — ο φαύλος κύκλος

    Русско-греческий словарь > круг

  • 3 цикл

    α.
    ο κύκλος•

    годовой цикл движения земли ο ετήσιος κύκλος της κίνησης της γης•

    цикл переменного тока ο κύκλος του εναλλασσόμενου ρεύματος•

    цикл двигателя внутреннего сгорания ο κύκλος του κινητήρα εσωτερικής καύσης•

    производительный цикл ο παραγωγικός κύκλος•

    цикл лекций κύκλος (σειρά) διαλέξεων.

    Большой русско-греческий словарь > цикл

  • 4 круг

    круг
    м в разн. знач. ὁ κύκλος, ὁ γδ-ρος:
    описывать \круг διαγράφω κύκλο· начертить \круг χαράσσω κύκλο· беговой \круг спорт. ὁ γύρος· Полярный \круг ὁ πολικός κύκλος· \круг сыра τό κεφάλι τυρί· спасательный \круг τό σωσίβιο· \круг деятельности ἡ σφαίρα δράσης· \круг знаний ὁ κύκλος των γνώσεων в тесном \кругу σέ στενό κύκλο· в \кругу́ семьи́ μέ τήν οίκογένεια, σέ οἰκογενειακό κύκλο· широкие \кругй населения τά πλατειά στρώματα τοῦ πλη-θυσμοῦ· правительственные \круги́ οἱ κυβερνητικοί κύκλοι· правящие \круги́ οἱ Ιθύνοντες, οἱ καθοδηγητικοί κύκλοι· дипломатические \кругй οἱ διπλωματικοί κύκλοι· ◊ у него \круги́ под глазами ἐχει τά μάτια κομμένα.

    Русско-новогреческий словарь > круг

  • 5 кружок

    -жка α.
    1. μικρός κύκλος, γύρος.
    2. όμιλος• κύκλος•

    дружеский кружок φιλικός κύκλος•

    драматический кружок δραματικός όμιλος.

    εκφρ.
    в кружок стричь(ся) – κουρεύω, -ομαι σύρριζα.

    Большой русско-греческий словарь > кружок

  • 6 круг

    1. (часть плоскости, ограниченная окружностью) о κύκλος, ο γύρος* азимутальный - αζιμούθιος -
    паргелический - (метео) το παρήλιο, παρήλιος -
    2. тех. о τροχός
    заточный - ακονισμού των εργαλείων/αιχμηρών αντικειμένων
    3. (замкнутый) филос. о φαύλος κύκλος 4. (спасательный) το κυκλικό σωσίβιο, η σωσίβια κουλούρα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > круг

  • 7 круговорот

    η περιστροφή, ο κύκλος, η κυκλοφορία
    - воды в природе ο κύκλος του νερού στη φύση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > круговорот

  • 8 среда

    I среда Ι ж (окружение) το περιβάλλον ο κύκλος (φίλων, γνωστών); окружающая \среда το περιβάλλον защита окружающей \средаы η προστασία του περιβάλλοντος II среда II ж (день недели ) η Τετάρτη- в среду την Τετάρτη; каждую среду κάθε Τετάρτη; по \средаам τις Τετάρτες
    * * *
    I ж
    ( окружение) το περιβάλλον; ο κύκλος (φίλων, γνωστών)

    окружа́ющая среда́ — το περιβάλλον

    защи́та окружа́ющей среды́ — η προστασία του περιβάλλοντος

    II ж
    ( день недели) η Τετάρτη

    в сре́ду — την Τετάρτη

    ка́ждую сре́ду — κάθε Τετάρτη

    по среда́м — τις Τετάρτες

    Русско-греческий словарь > среда

  • 9 сфера

    сфера ж η σφαίρα; ο κύκλος (окружение)
    * * *
    ж
    η σφαίρα; ο κύκλος ( окружение)

    Русско-греческий словарь > сфера

  • 10 цикл

    цикл м о κύκλος; \цикл лекций μια σειρά διαλέξεων
    * * *
    м
    ο κύκλος

    цикл ле́кций — μια σειρά διαλέξεων

    Русско-греческий словарь > цикл

  • 11 кружок

    кружок
    м
    1. ὁ κύκλος, ὁ γῦρος, ἡ στεφάνη·
    2. (литературный и т. п.) ὁ ὀμιλος, ὁ κύκλος.

    Русско-новогреческий словарь > кружок

  • 12 чтение

    чтени||е
    с
    1. τό διάβασμα, ἡ ἀνάγνωση
    2. \чтениея мн. κύκλος διαλέξεων:
    Пу́шкин-ские \чтениея κύκλος διαλέξεων γιά τόν Πού-σκιν.

    Русско-новогреческий словарь > чтение

  • 13 горизонт

    α.
    1. ορίζοντας•

    солнце скрылось за -ом ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τον ορίζοντα.

    2. μτφ. κύκλος γνώσεων, έκταση αντίληψης•

    человек с широким -ом άνθρωπος με πλατύ ορίζοντα.

    3. πλθ. -ы ορίζοντες, κύκλος ενεργειών, δυνατοτήτων•

    он открал новые -ы в науке αυτός άνοιξε νέους ορίζοντες στην επιστήμη.

    4. υδροστάθμη.
    εκφρ.
    появиться на -е – εμφανίζομαι στον ορίζοντα(κοινωνικό κλπ.), изчезнуть с -а εξαφανίζομαι από τον ορίζοντα (κοινωνικόν ή άλλον).

    Большой русско-греческий словарь > горизонт

  • 14 заколдованный

    επ. από μτχ.
    μαγεμένος•

    клад μαγεμένος θησαυρός•

    заколдованный место μαγεμένο μέρος.

    εκφρ.
    заколдованный круг – α) μαγεμένος κύκλος (απόρθητο σημείο για τους εχθρούς), β) φαύλος κύκλος, γ) επεξηγήσεις για κάτι αυταπόδεικτο.

    Большой русско-греческий словарь > заколдованный

  • 15 кольцо

    -й, πλθ. кольца, колец, кольцам ουδ.
    1. κρίκος•

    гимнастические -а γυμναστικοί κρίκοι.

    || κύκλος - сатурна ο δακτύλιος του Κρόνου (αστέρα). || δαχτυλίδι•

    кольцо с бриллиантом δαχτυλίδι με μπριγιάντι•

    обручальное кольцо δαχτυλίδι αρραβώνας.

    2. κάθε κατασκεύασμα δακτυλιωτό. || κλοιός•

    кольцо врага ο κλοιός του εχθρού.

    || κύκλος. || τέρμα των τραμ, τρόλεϋ, λεωφορείων κλπ. (κυκλικής επιστροφής). || ρουλό•

    салфетное кольцо ρολό πετσετακιών.

    επίρ. -ом, -ими δακτυλιοει-δώς, δακτυλιωτά• κυκλικά.
    εκφρ.
    сгибаться -ом ή гнуть спину в кольцо – υποκλίνομαι ταπεινά, προσκυνώ, υποκύπτω•
    свернуться -ом – κουλουριάζομαι, κουβαριάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > кольцо

  • 16 круг

    -а, προθτ. о -е, в -е κ. в -у, πλθ. круги α.
    1. (в -е) κύκλος•

    описывать круг διαγράφω κύκλο•

    площадь -а επιφάνεια κύκλου.

    2. αντικείμενο στρογγυλό•

    круг сыра κεφάλι τυριού•

    спасательный круг σωσίβιο.

    || στεφάνι.
    3. (αθλτ.) ο γύρος•

    беговой круг γύρος του δρόμου.

    4. το περιβάλλον, οι κύκλοι•

    правительственные -и οι κυβερνητικοί κύκλοι•

    правящие -и οι ηγετικοί κύκλοι•

    в тесном -у σε στενό κύκλο•

    в -у семьи σε οικογενειακό κύκλο•

    в -у знакомых σε κύκλο γνωστών•

    политические -и οι πολιτικοί κύκλοι.

    5. σφαίρα, τομέας• έκταση•

    круг знаний ο κύκλος των γνώσεων•

    круг деятельности η σφαίρα δράσης.

    εκφρ.
    на круг – κατά μέσο όρο, περίπου•
    - и под глазами – μελανοί γύροι στα μάτια (από υπερκόπωση)•
    голова идёт (пошла) -ом – α) ζαλίζομαι (ζαλίστηκα), β) τα χάνω, σαστίζομαι•
    сделать ή дать круг – παρακάμπτω, κάνω κυκλοτερή κίνηση•
    спиться с -у – (απλ.) τρικλίζω από το μεθύσι.

    Большой русско-греческий словарь > круг

  • 17 мирок

    -рка α. μικρός κύκλος ανθρώπων. || μτφ. περιορισμένος κύκλος (γνώσεων, παραστάσεων κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > мирок

  • 18 оборот

    α.
    1. στροφή•

    количество -ов в минуту ο αριθμός των στροφών στο λεπτό•

    колеса η στροφή του τροχού.

    || γύρισμα, αναστροφή•

    оборот пласта при вспашке το γύρισμα του χώματος κατά το όργωμα.

    2. κύκλος•

    оборот полевых культур ο κύκλος των αγροτικών εργασιών (της αγροκαλλιέργειας).

    || κυκλοφορία•

    оборот капитала η κυκλοφορία του κεφαλαίου•

    пустить деньги в оборот βάζω το χρήμα σε κυκλοφορία•

    годовой оборот ετήσια κυκλοφορία.

    3. χρήση, χρησιμοποίηση•

    пустить слово в оборот βάζω σε χρήση καινούρια λέξη•

    ввести в научный оборот новые материалы βάζω για επιστημονική χρήση νέα υλικά.

    4. στροφή•

    оборот реки στροφή του ποταμού.

    || καμπή, γωνία (για σωλήνα κ.τ.τ.).
    5. τροπή•

    дело принимает дурной оборот η υπόθεση παίρνει άσχημη τροπή (πάει στραβά).

    6. η α-ανάποδη (αντίστροφη, πισινή) όψη ή πλευρά•

    оборот меддли η άλλη όψη του νομίσματος (η αντίθετη άποψη του ζητήματος).

    7. έκφραση•

    р-чи έκφραση λόγου•

    неправильный оборот μη σωστή (άστοχη) έκφραση.

    εκφρ.
    брать (взять) в - – συμμορφώνω, συνετίζω σφίγγω τα λουριά.

    Большой русско-греческий словарь > оборот

  • 19 среда

    -ы, αιτ. среду, πλθ. среды, θ.
    1. ύλη, σώματα• σφαίρα•

    питательная среда θρεπτικές ύλες.

    2. το περιβάλλον οι συνθήκες•

    географическая среда γεωγραφικό περιβάλλον.

    || κύκλος•

    литературная среда λογοτεχνικός κύκλος•

    рабочая среда εργατικό περιβάλλον•

    в -е учащихся στο μαθητικό περιβάλλον.

    -ы, αιτ. среду, πλθ. среды, δοτ. -ам θ. η Τετάρτη (μέρα της εβδομάδας).

    Большой русско-греческий словарь > среда

  • 20 вертикал

    астр., нгв. о κάθετος/κα-τακόρυφος κύκλος
    первый - πρώτος -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вертикал

См. также в других словарях:

  • κύκλος — ring masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • κύκλος — ο 1. καμπύλη κλειστή γραμμή που κάθε σημείο της απέχει εξίσου από το κέντρο. 2. η επίπεδη επιφάνεια που περικλείνεται από την παραπάνω καμπύλη κλειστή γραμμή. 3. σειρά περιοδικών φαινομένων ή σύνολο συναφών πραγμάτων ή γεγονότων: Άρχισε νέος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάθετος κύκλος — (Αστρον.). Μεγάλος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που είναι κάθετος στον ορίζοντα και περνά από το ζενίθ ενός τόπου. Ονομάζεται και κατακόρυφος κύκλος …   Dictionary of Greek

  • ωριαίος κύκλος — Ο μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που διέρχεται από τους δύο πόλους, με τον ίδιο τρόπο, που και οι μεσημβρινοί της Γης διέρχονται από τους πόλους της. Eίναι κάθετος προς τον ουράνιο ισημερινό. Κάθε αστέρας έχει τον ωριαίο κύκλο του, ο… …   Dictionary of Greek

  • Επικός Κύκλος — Der Epische Zyklus oder Epische Kyklos (griechisch Ἐπικὸς Κύκλος), ein antiker Begriff, war eine Sammlung von altgriechischen Ependichtungen, die von der Geschichte des Trojanischen Krieges erzählten. Sie umfasste die Kypria, Aithiopis, Kleine… …   Deutsch Wikipedia

  • αζιμουθιακός κύκλος — (Αστρον.). Γεωδαιτικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση οριζόντιων γωνιών (αζιμούθια). Οι γωνίες καθορίζονται από το σημείο στάσης του οργάνου και από δύο σημεία του εδάφους. Το όργανο αποτελείται από δύο κύρια μέρη, τη σκοπευτική διόπτρα …   Dictionary of Greek

  • γεωλογικός κύκλος — Ένας κύκλος γεωλογικών φαινομένων που αφορούν την εξέλιξη των πετρωμάτων και τη συνεχή μετατροπή τους στον χρόνο. Ένα πέτρωμα οποιασδήποτε προέλευσης που βρίσκεται στην επιφάνεια της Γης διαβρώνεται συνεχώς από τις εξωγενείς δυνάμεις και… …   Dictionary of Greek

  • εγγεγραμμένος κύκλος — Ο κύκλος που εφάπτεται σε όλες τις πλευρές ενός πολυγώνου. Στην περίπτωση του τριγώνου, το κέντρο του ε.κ. είναι το σημείο τομής των διχοτόμων …   Dictionary of Greek

  • επικός ελληνικός κύκλος — Σύνολο επικών ποιημάτων, τα οποία αφηγούνται σε μια διαδοχική σειρά γεγονότων, με κεντρικά στοιχεία την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου, ολόκληρο τον θρύλο του Τρωικού πολέμου, από τη σύζευξη του Ουρανού με τη Γη έως τον φόνο του Οδυσσέα από… …   Dictionary of Greek

  • οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»